Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Το Τελευταίο Χελιδόνι..



  Μοναστηράκι, ζεστό δειλινό του Απρίλη. Σιγοσφυρίζοντας έναν παράξενο σκοπό, έστησε το παλιό καβαλέτο του σε μια άκρη. Κοίταξε, χαμογελώντας σαν παιδί, τα περιστέρια. Κάτι μουρμούρισε σε μια περίεργη γλώσσα, κι ύστερα άνοιξε τη χούφτα του σκορπίζοντας ψίχουλα στο πλακόστρωτο. Οι φτερωτοί του φίλοι τον περικύκλωσαν με ένα τρελό ανοιξιάτικο πετάρισμα.
    Μερικοί περαστικοί τον κοίταξαν γελώντας. Συνήθιζε τελευταία, κάθε δειλινό να στήνει εκεί το καβαλέτο του, να ζωγραφίζει ότι έβλεπε και του άρεσε και να μιλά στα περιστέρια. Άλλοτε, σιγοτραγουδούσε ένα νοσταλγικό σκοπό δακρυσμένος. Τα πουλιά έστεκαν τότε ολογυρά του, ακίνητα, μαγεμένα, καθισμένα στο χέρι του, στο παλιό καβαλέτο, ακόμα και στα μαλιά του.
    Ψηλός μελαχρινός, γύρω στα τριάντα, ήταν όμορφος και γεμάτος μυστήριο. Μα ο κόσμος τον περνούσε για τρελό… Ίσως οι παράξενες συνήθειες ή το ντύσιμό του ήταν απλά, που τον έκαναν να ξεχωρίζει… Φορούσε πάντα ένα τριμμένο παλιό παντελόνι με κόκκινο χρώμα κι ένα ζευγάρι κίτρινα μισολιωμένα παπούτσια. Το παλιό καρό του πουκάμισο ήταν μισάνοιχτο στο στήθος, όπου κρέμοταν ένα αλόκοτο μεταγιόν. Δυο φτερά χελιδονιού κρεμασμένα σε ένα πέτσινο λουρί, κι ανάμεσα τους ένας ήλιος, φτιαγμένος με χάντρες και πολύχρωμα κορδόνια. Μα κείνο που έκανε κάτι περαστικούς να τον κοιτούν σαν να ήταν εξωγήινος, ήτανε πιο πολύ, ένα φτερό αετού που φόραγε στο κεφάλι του. Στερεωμένο περήφανα σε μια πλατιά κόκκινη κορδέλα..
     Τα μαλιά του κορακίσια, κυλούσαν ατίθασα γύρω απ το λιγνό πρόσωπό του κι έπεφταν στους ώμους του. Το δέρμα του ήταν κοκκινωπό. Κάτω απ τα δασιά μαύρα φρύδια του, δυό μάτια βαθυκάστανα, σχιστά κι ελαφίσια, κοιτούσαν στοχαστικά και θλιμμένα τον κόσμο…
    Κι εκείνο το απόγευμα στάθηκε ξανά στη γωνιά του, κι αφού τάισε τα περιστέρια έβγαλε τα χρώματα και τα πινέλα του. Κοίταξε ολόγυρα τον πολύχρωμο εκείνο κόσμο αναζητώντας. Και τότε την είδε…
    Λεπτή σαν αύρα, με ένα παλιό τζιν κι ένα φαρδύ άσπρο πουκάμισο, διέσχιζε βιαστικά τα καλντερήμι. Τα ξανθά της μαλιά ανέμιζαν χρυσίζοντας στον ήλιο. Τα μάτια της, γαλάζια και μελαγχολικά, ταξίδευαν κάπου ακαθόριστα..
- Λευκή Γυναίκα με πρόσωπο φεγγαριού… Χουάν θα ήθελε ζωγραφίσει..! της είπε σπαστά καθώς περνούσε από μπροστά του, και της χαμογέλασε.
Κοντοστάθηκε ξαφνιασμένη.
- Σε μένα μιλάς.;
- Λευκή Γυναίκα, Μητέρα της ζωής… Στα μάτια της, αστέρι της αυγής, μα στην ψυχή της η Νύχτα.. είπε τρυφερά ο μποέμ καλλιτέχνης χαϊδεύοντας ερευνητικά το πρόσωπό της .
- Έχω δουλειά, πρέπει να φύγω.. αποτραβήχτηκε εκείνη απότομα, ξαφνιασμένη.
Μα ο Χουάν την έπιασε παρακλητικά απ το μπράτσο.
- Χουάν γυρίζει απόψε Βαρκελώνη..! Λευκή Γυναίκα ας κρατήσει ζωγραφιά..Χουάν θέλει να ζωγραφίσει το Φεγγάρι, τελευταία μέρα ανοιξιάτικου φεγγαριού..Και το Φεγγάρι, στο πρόσωπο Λευκής Γυναίκας…
Χαμογέλασε, σα να άρχισε να το διασκεδάζει. Ήταν σίγουρα κάτι εντελώς διαφορετικό απ τη βαρετή της ρουτίνα..
-  Μιλάς όμορφα..Σε ευχαριστώ.! Λοιπόν, θα μείνω να με ζωγραφίσεις.! Το όνομά μου είναι Έλσα.
- Έλ-σα..! επανέλαβε συλλαβιστά ο ζωγράφος με ένα παιδικό χαμόγελο.
    Άνοιξε ένα σπαστό καρεκλάκι και την έβαλε να καθίσει απέναντί του, σιάζοντας το πρόσωπό της. Στάθηκε μπροστά στο καβαλέτο του κι άρχισε να τη ζωγραφίζει μαγνητισμένος. Τα μάτια του, που έμοιαζαν με κυνηγημένου ελαφιού, χαράχτηκαν έντονα μες στην καρδιά της.
- Παράξενος είσαι Χουάν..Ειπες, γυρίζεις απόψε στη Βαρκελώνη. Από εκεί είσαι.;
- Χουάν Ινδιάνος, γεννήθηκε στη Βαρκελώνη. Έζησε χρόνια εκεί και σπούδασε τέχνη..Αγάπησε πολύ κάποια Λευκή Γυναίκα, γυναίκα του.. Το όνομά της Μαρία, μα Χουάν δεν πρέπει να το πει ξανά..Γιατί την πήρε το Μεγάλο Πνεύμα στη Γη των Προγόνων της..Λευκή Γυναίκα Έλσα, με μάτια σαν τη θάλασσα, της μοιάζει.! Πατρίδα σου ήταν και δική της πατρίδα, έτσι έμαθα λίγο τη γλώσσα .. Σαν έφυγε εκείνη για πάντα, Χουάν για τρία φεγγάρια πνίγηκε στα δάκρυά του.. Το τέταρτο φεγγάρι, μήνα Απρίλιο όπως εσείς λέτε, Χουάν ήρθε να ζωγραφίσει  τα μέρη που μεγάλωσε η χαμένη του αγάπη.. Έτσι θα έχει πάντα μαζί του, εικόνες που νοσταλγούσαν τα μάτια της… είπε εκείνος και δάκρυσε.
Η Έλσα τον κοίταξε συγκινημένη.
- Λυπάμαι πολύ.. είπε σιγανά.
  Ο Ινδιάνος της χαμογέλασε τρυφερά μέσα απ τα σιωπηλά δάκρυα του. Κι ύστερα, σιγοψελίζοντας νοσταλγικά τραγούδια της φυλής του, συνέχισε να ζωγραφίζει χωρίς να μιλά..
    Ο ήλιος έδυσε επάνω απ τις χαμηλές στέγες και τα πολύχρωμα καλντερήμια, που γέμισαν κόσμο και φώτα..Απο το λόφο της Ακρόπολης πέρα, ανέτειλε αχνό, σαν χαμόγελο που σβήνει, το μισοφέγγαρο..
    Ο Χουάν κι η Έλσα, ξεχασμένοι σε εκείνη τη γωνιά στο μοναστηράκι, μιλούσαν ακόμα δίχως λέξεις, με τα μάτια και τα χρώματα..
    Όταν τελείωσε το πορτραίτο, μουτζουρωμένος, την κοίταξε γεμάτος με χαρά μικρού παιδιού, και της έκανε νόημα να πλησιάσει κοντά του.
    Η Έλσα κοίταξε μαγεμένη τη μορφή της, πλασμένη ξανά από τα χέρια του Ινδιάνου καλλιτέχνη.
- Έχεις όμορφη ψυχή Χουάν.. είπε γλυκά, και τον άγγιξε δειλά στον ώμο. Μόνο ένας άνθρωπος με όμορφη ψυχή μπορεί να ζωγραφίσει έτσι…
- Λευκή Γυναίκα πάντα όμορφη… είπε σιγά εκείνος κοιτώντας νοσταλγικά το πορτραίτο του.
- Κι η ζωγραφιά σου, πιο όμορφη απ την πραγματική.. του είπε σοβαρά η Έλσα.
   Χαμογέλασε αινιγματικά χωρίς να μιλήσει, κι άρχισε να μαζεύει αργά τα πινέλα, τα χρώματα και το καβαλέτο του..
   Τα περιστέρια ακόμα τριγύριζαν στην πλατεία νυσταγμένα. Ένα απ αυτά, το πιο μεγάλο και όμορφο, πλησίασε άφοβα τον Ινδιάνο. Εκείνος έσκυψε κοντά του και το χάιδεψε στοργικά. Το άσπρο κεφάλι του περιστεριού, σημάδευε παράξενα μια μεγάλη μαύρη βούλα..
- Ψυχή Γυναίκας σε Λευκό Πουλί, συντρόφευε Χουάν στη γη της για ένα φεγγάρι… ψέλισε τρυφερά κοιτώντας με ευγνωμοσύνη το περιστέρι.
Έβγαλε απ την τσέπη του ένα μισοφαγωμένο κουλούρι και το ακούμπησε προσεκτικά μπροστά στο πουλί. Εκείνο άρχισε να το τσιμπολογά λαίμαργα.
- Αντίο… είπε σιγά κι ανασηκώθηκε.
- Να έρθω μαζί σου ως το σταθμό.; είπε η Έλσα αυθόρμητα συγκινημένη.
Κρέμασε το καβαλέτο και το σάκο του στον ώμο, και της έτεινε το μπράτσο του χαμογελώντας. Εκείνη πήρε το πορτραίτο της στο χέρι σα να ήταν εύθραυστο και τον έπιασε δειλά αγκαζέ. Η παράξενη συντροφιά χάθηκε περπατώντας στο μοναστηράκι..
                        *        *       *
- Κρίμα που φεύγεις… του είπε η Έλσα σαν πλησίαζαν στο σταθμό. Σε συμπάθησα…
- Χουάν είναι ευλογημένος απόψε από το Μεγάλο Πνεύμα.. Είπε στη Λευκή Γυναίκα όλη την ιστορία της ζωής του.. Κάποτε ίσως και Λευκή Γυναίκα να πει τη δική της ιστορία στο Χουάν. Μα τώρα πρέπει να φύγω..Νύχτα σαν αυτή έφυγε το τελευταίο χελιδόνι..Και μαζί του η άνοιξη, έφυγε νωρίς..
- Εννοείς την… γυναίκα σου.;
- Εκείνη ήταν το πρώτο και το τελευταίο χελιδόνι στην ψυχή του Χουάν… είπε και βούρκωσε κοιτάζοντάς την όλο λαχτάρα στη ζωγραφιά του.
Η Έλσα κατάλαβε..
- Κράτησέ το αν θες. Μάλλον μοιάζει περισσότερο σε εκείνη.! του χαμογέλασε και του έδωσε τον πίνακα.
Ο Χουάν δεν μπόρεσε να κρύψει τη λάμψη στα μάτια του.
     Ακούμπησε προσεκτικά τον πίνακα στα γόνατά του, έβγαλε το μεταγιόν του και της το φόρεσε στο λαιμό.
- Ευχαριστώ.! Φτερό Χελιδονιού είναι τώρα δικό σου. Θυμήσου, Φυλαχτό της Αγάπης..Χουάν πια, δεν το χρειάζεται.
Η Έλσα χάιδεψε συγκινημένη το ινδιάνικο μεταγιόν. Της είχε πει καθώς περπατούσαν, πως το έφτιαξε η μητέρα του για κείνον, όταν ήταν δεκατέσσερα χρονών, με την ευχή να συναντήσει την αγάπη της ζωής του.
- Εγώ σε ευχαριστώ καλέ μου.!Μου δίνεις κάτι πολύτιμο από σένα..Θα το φυλάξω σα θησαυρό.! χαμογέλασε συγκινημένη η Έλσα και αυθόρμητα τον αγκάλιασε.
- Το φυλαχτό θα σε φυλάει αν το φυλάς.. είπε ο Χουάν και ανταπέδωσε το αγκάλιασμα της.
      Έμειναν έτσι για λίγο, καθισμένοι εκεί στο σταθμό, ξεχασμένοι απ τον κόσμο και μόνοι. Το μεγάλο ρολόι από πάνω τους σήμανε δυνατά τα μεσάνυχτα..
- Τοτέμ του χρόνου λέει πως Χουάν σε λίγο πρέπει να φύγει.. Μόνο το ταξίδι απόψε, θα σώσει την ψυχή του Χουάν.. είπε σιγά ο Ινδιάνος κοιτάζοντας πέρα το τρένο που έφτανε φωτισμένο.
- Όταν με είδες είπες πως στα μάτια μου λάμπει το άστρο της αυγής, μα στην ψυχή μου ζει η νύχτα.. Δεν έχεις άδικο. Μοιράστηκες τόσα μαζί μου απόψε.! Και κάποια στιγμή θα στο ανταποδώσω. είπε σκεφτική η Έλσα και άναψε τσιγάρο.
Ο Χουάν κοίταξε παραξενεμένος το σύννεφο του καπνού που φύσηξε αργά απ τα χείλη της. Η Έλσα τον είδε και χαμογέλασε.
- Για να καπνίσουμε την πίπα της ειρήνης… όπως λέτε κι εσείς οι Ινδιάνοι ! του είπε γελώντας.
Ο Χουάν άπλωσε γελαστός το χέρι κι εκείνη του έδωσε το τσιγάρο.
     Το κάπνισαν μαζί, σαν μυστική υπόσχεση, ενώ η μηχανή του τρένου που πλησίαζε τους τύλιξε στον εκκωφαντικό θόρυβό της..
« Οι επιβάτες για Βαρκελώνη να περάσουν στην αμαξοστοιχεία για αναχώρηση » ακούστηκε άχρωμη η φωνή απ τα μεγάφωνα σε λίγο.
      Μπροστά στο τρένο, ανάμεσα στο λιγοστό κόσμο που πλησίαζε, κοιτάχτηκαν για τελευταία φορά βαθιά μες στα μάτια
- Φεύγει λοιπόν, το τελευταίο χελιδόνι.. είπε σιγά η Έλσα.
- Τα χελιδόνια θα γυρίσουνε την άνοιξη… είπε ο Χουάν κοιτάζοντας την παράξενα.
      Το πρόσωπό του πλησίασε αυθόρμητα στο δικό της. Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα τρυφερό φευγάτο φιλί. Μια τελευταία στιγμή κάτω απ το ρολόι … ή, το τοτέμ του αμείλικτου χρόνου..
     Άνοιξε σαν υπνωτισμένη τα μάτια κι εκείνος χάιδεψε απαλά το πρόσωπό της.
- Χουάν.. σε ποια Λευκή Γυναίκα χάρισες απόψε αυτό το φιλί ; είπε σιγά καθώς εκείνος αποτραβήχτηκε αργά προς το τρένο που ήταν έτοιμο να ξεκινήσει.
Της χαμογέλασε και τα βαθιά ελαφίσια μάτια του χαράχτηκαν στην καρδιά της.
- Στη Μητέρα της Ζωής… είπε απλά.
      Οι χτύποι της καρδιάς της έσβησαν στη γαλήνη του ινδιάνικου φυλαχτού, που χάιδευε ζεστά το στέρνο της. Το τρένο απομακρύνθηκε, παίρνοντας μαζί του κι εκείνον. Ξωπίσω, γκρίζα, ακατάληπτα σήματα καπνού..
    Έφυγε περπατώντας ευτυχισμένη στον έρημο δρόμο. Μια γλυκιά αίσθηση μποέμ ελευθερίας την τύλιξε.
Σα να μην έφυγε ποτέ..
    Μα κι αν ακόμα έφυγε για πάντα, μαζί του μια βραδιά, έζησε τον κόσμο όπως ποτέ της δεν τον είχε ξαναδεί..Ποιός μπορεί να τα βάλει ποτέ με το παντοδύναμο αυτό τοτέμ του χρόνου.; Μα αν κάτι αξίζει μες στο χρόνο, είναι οι στιγμές …
Κι η Έλσα απόψε, είχε ζήσει τη δική της.

Αμαζόνα