Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Αγαπες Μου..!




Μαζι πετουσαμε ατιθασα στις αγριες βουνοκορφες...
Αλλοτε βαδιζοντας σιωπηλα και ησυχα, με τις σταγονες της ομιχλης του χειμωνα εσυ στη χαιτη, παραδομενος στο χαδι μου, καθως σε κρατουσα ηρεμα απ τα χαλιναρια..
Τα χνωτα σου αχνιζανε στο δρομο, ενιωθα την ανασα σου κι ενιωθες τη δικη μου, καθως ο αερας σιγοταγουδουσε κρυσταλινος αναμεσα στα χιονισμενα δεντρα...
Κι αλλοτε καλπαζες λες κι ειχες στους ωμους σου φτερα αληθινα..
Καλπαζες σε στενα κι αποτομα μονοπατια, πλαι σε γκρεμους και ρεματιες, πηδωντας πανω απο αγρια βραχια, ταραζωντας με τις οπλες σου στα ησυχα ποταμακια τα νερα, που ανατιναζονταν γυρω μας σαν διαμαντενια πυροτεχνηματα...
Σφιγγομουν πανω σου οπως μπορουσα,διχως να ξερω πως να ακολουθησω το ρυθμο σου, να γινω ενα μαζι σου και στο πεταγμα σου να πεταξω κι εγω..
Μα κυριως ηξερα και ηξερες οτι σε εμπιστευομαι..Και σ αγαπω..
Σε κρατουσα γερα κι ηξερα κι εγω οτι με εμπιστευεσαι..Και μ αγαπας...
Ετσι πετουσαμε καλπαζοντας, ξυστα απο γκρεμους της αγριας φυσης και της αγριας ψυχης μας.....
Οταν εχασα παντοτινα εκεινον που αγαπουσα και με προδωσε...
Οταν φοβηθηκα γυρω μου τους ανθρωπους και τη ζωη..
Οταν εχασα εναν αγαπημενο φιλο...
Μα κι οταν βρηκα την πρωτη μου δουλεια, οταν ολα ηταν πανεμορφα μεσα μου και γυρω, οταν οι αλκυονιδες μερες πλημυριζαν την ψυχη με τις ηλιαχτιδες τους....
Ολα τα εντονα κυματα της ζωης, σκοτεινιασμενα και παγερα η ζεστα και ηλιολουστα, τα περασαμε μαζι, καλπαζοντας...
Καποτε τρωγαμε μαζι στο λιβαδι, ενα ηλιολουστο μεσημερι του χειμωνα..Με το ενα χερι εγω κρατουσα το δικο μου κολατσιο και με τ αλλο σε ταιζα ενα μηλο, καθισμενη στο χορταρι, στα ποδια σου..Το τρωγες και μου χαιδευες με τα χνωτα σου τα μαλια, κι υστερα εχωνες τη μυτη μες στο σακο μου να βρεις κι αλλο..Γελουσα μαζι σου και παρεξηγιοσουνα, ωσπου μου αρπαξες το ψωμι που ετρωγα, απ το χερι...Υστερα με κοιταζες σα να γελουσες κι εσυ..
Ηταν θυμαμαι Χριστουγεννα και ειχε ακομα χιονι στους δρομους..
Σε χαιδευα και σου μιλουσα σιγανα για κεινον που αγαπουσα και εχανα, σκυφτη στη ραχη σου και λυπημενη, καθως βαδιζες ησυχα στο μονοπατι..
Εσυ καθε τοσο με κοιταζες στοχαστικα.. Και ξαφνου αρπαξες μια μεγαλη κλαρα απο ενα  ελατο παραδιπλα στα δοντια, κι αρχισες ενα καμαρωτο τροτ, λες κι ησουν το αλογο του αη Βασιλη..! Ξεχασα τοτε την πικρα μου κι αρχισα να γελαω με τα καμωματα σου..
Κι οσο γελουσα, τοσο εσυ ετρεχες πιο γρηγορα, και με κοιτουσες καθε τοσο με μια λαμψη παιχνιδιαρικη μες στα μεγαλα σου τα ματια...
Με χαιρετουσες με ενα χλιμιντρισμα οταν εμπαινα στο σταυλο, κι ερχοσουν με ελαφρυ τροτ προς το μερος μου πριν σε φωναξω..
Σου απαντουσα με ενα χαδι στο λαιμο, ενα φιλι μια αγκαλια κι ενα καροτο.!
Σε καβαλουσα κι ετρεχες με μια ασυγκρατητη ελευθερη ορμη στο μονοπατι...
Ενα μεσημερι καθως καλπαζες κατι σε τρομαξε πολυ, αναπηδησες εντονα κι επεσα αναμεσα στις οπλες σου..Προφτασες και πηδησες απο πανω μου, αν κι ετρεχες τοσο γρηγορα, διχως να με χτυπησεις...
Καποιοι ειπαν οτι ετυχε, εμεις ομως ξερουμε οτι απλα σ αγαπουσα και μ αγαπουσες..
Ενιωθα τη γη να τρεμει απ τον καλπασμο σου, κι οταν σταματησες το ποδοβολητο, σηκωθηκα σκονισμενη και σ ειδα να εχεις σταθει στην ακρη του μονοπατιου σα χαμενος, να κοιτας τη ραχη σου και να χλιμιντριζεις..
Ετρεξα κοντα σου, σ αγκαλιασα κι εσυ εχωσες το κεφαλι σου στο στερνο μου σαν παιδι, με χαιδευες ολογυρα με τα χνωτα σου και με κοιτουσες φοβισμενος..
Ενιωθα την καρδια σου να χτυπα δυνατα, ετρεμες..
Σε χαιδεψα σου ψυθυρισα στ αυτι οτι ειμαι καλα και τοτε ησυχασες και γυρισες στο πλαι να ξανανεβω στη ραχη σου..
Σε ξανακαβαλησα και βαδιζες σιγανα και προσεκτικα, σα να περπατουσες επανω σε παγο..Καθε τοσο γυριζες και με κοιταζες στη ραχη σου..Σε χαιδευα και σου μιλουσα..
Ηταν η τελευταια μας βολτα και δεν προφτασα ποτε να σου πω αντιο................            
                            ......................
Ομως σε κρατησα για παντα στην καρδια μου και σ αγαπω......
Να σε θυμαμαι καθε φορα που πεφτω, πως δεν εχω παρα να ξανασηκωνομαι και να συνεχιζω.......
Στο τελευταιο μου δακρυ νοσταλγιας για σενα, ψυθυρισα σαν ξορκι στη νυχτα, πως σιγουρα καπου καποτε, θα σε ξαναβρω.......




               
                         



                            Γιούλη (καθαροαιμο friesian )
              


Κι οι ομορφες και πονεμενες ευχες παντα ακουγονται..!
Ενα μηνα περιπου μετα, ανοιξιατικο ηλιολουστο μεσημερι, απ την πρωτη μολις επισκεψη στον ιππικο ομιλο σε ειδα, και αναμεσα σε τοσα αλογα σε ξεχωρισα..
Σε πλησιασα θαρετα κι απλωσα το χερι προς το μερος σου.
Τ αγγιξες με τα χνωτα σου και μ ειδες που δακρυσα..
Γιατι ειδα στα ματια σου του Πηγασου τα ματια και το βλεμμα, το ιδιο ομορφο κεφαλι, η περηφανη κορμοστασια ,το βελουδενιο μαυρο τριχωμα και στο μετωπο η  ιδια μακρια κι ατιθαση, καστανομαυρη χαιτη ...
Αγκαλιασα το λαιμο σου κι εσυ αφεθηκες σα να με γνωριζες ηδη απο καιρο, σε ενα παραξενο ομορφο ταιριασμα..
Σε φιλησα και σου ψυθυρισα στ αυτι πως εσενα θελω...
Ετσι ξεκινησαμε μαζι μαθηματα αθλητικης ιππασιας στο στιβο..
Καθε φορα που σε κοιτω , αναγνωριζω οτι εισαι πιο ομορφη ακομα απ τον Πηγασο...

Το πιο ομορφο αλογο που εχω δει..!
Την πρωτη φορα που τρεξαμε μαζι, ηταν η ιδια αισθηση σαν αρχισες να καλπαζεις, σα να πετουσες...
Μα στη δικη σου ραχη μαθαινα να ακολουθω το πεταγμα σου, να γινομαι μαζι σου ενα και να σ οδηγω..
Στη δικη σου ραχη μαθαινω να πετω κι εγω μαζι σου...
Θελω πολλες φορες να σου πω ευχαριστω..
Για ολα αυτα τα μεσημερια που μαζι λιωσαμε στο στιβο μαθαινοντας, πως να πεταμε μαζι...
Για τον τροπο που υπομονετικα και ηρεμα, οταν κανω καποιο λαθος σκυβεις το κεφαλι, τιναζεις υστερα απαλα και μεγαλοπρεπα τη χαιτη και προθυμα τρεχεις για να προσπαθησουμε ξανα...
Για την αγαπη που μου δειχνεις οταν μ αναγνωριζεις κι ερχεσαι κοντα μου, οταν γερνεις κι εσυ το κεφαλι στον κορφο μου, μετα το μαθημα, την ωρα του καροτου, και ακουμπαμε ετσι, μετωπο με μετωπο, και καθρεφτιζομαι ολοκληρη μες στα μεγαλα σου τα ματια...

Μια μερα πηδησες το εμποδιο απροετοιμαστα και τρομαξα..
Σ ειχα οδηγησει σε λαθος μερια και δεν ειχες αλλη επιλογη...
Σταθηκες υστερα στη μεση του στιβου, κι ενιωθα την καρδια σου να χτυπα, το ιδιο δυνατα με τη δικη μου, καθως πεσμενη επανω σου σ ειχα αγκαλιασει απ το λαιμο...
Ηξερα πως επρεπε να σ εμπιστευτω, να με εμπιστευτεις και να ξαναπροσπαθησουμε..!
Και προσπαθησαμε ξανα και ξανα και ξανα..
Και τα καταφεραμε..!
Και τωρα τρεχουμε μαζι στον ιδιο ρυθμο, στην ιδια κινηση, με κρατας, σε κρατω, σ οδηγω και στ αληθεια πεταμε..!
Μαζι θα παρουμε lisence ιππικης αντοχης, θα βγαινουμε πορειες, θα παρουμε μερος σε αγωνες, και δε με νοιαζει και τοσο αν θα κερδισουμε..
Γιατι ειναι κερδος απο μονη της, καθε στιγμη που πεταμε μαζι...

                                                           
                                                                 *        *           *
Μια μερα Γιουλη, οταν θα εχω μαθει μαζι σου σχεδον τελεια πια να πετω, θα ψαξω να βρω παλι τον Πηγασο, για να παμε ακομα μια βολτα...
Πιστευω οι φιλοι που τον εχουν θα ειναι ακομα εκει..
Τον εχασα, θα λεγαμε ,για λογους ασφαλειας
οταν επεσα απ τη ραχη του, μιας και δεν ανηκει σε μενα...
Και υστερα παλι θα συνεχισω μαζι σου επ αοριστον...(την φραση "για παντα" την εχω σε γρουσουζια πια, κι εχω λογους....! )
Γιατι σ αγαπω..!

                                          *        *        *
Θυμαμαι πως καποτε δυο μηνες πριν συναντησω τον Πηγασο, ειχα τοσο νοσταλγησει τα αλογα που ειχαν περασει για λιγο απ τη ζωη μου κατα καιρους, την τρελα μου που οι περιστασεις με ειχαν αναγκασει για καποια χρονια να εγκαταλειψω...
Κυριως με την Καλλονη, το αλογο που πρωτοκαβαλησα στα 13 μου οταν ανακαλυψα μεσα μου το "σαρακι", (friesian κι αυτη ) τον Ασπρουλη, τη Βροχη  κι αλλα που δε χωρεσαν στη ριμα,παγιδεψα τη Νοσταλγια μαζι με τ Ονειρο σε ενα ποιημα που εγραψα για το Αλογο..
Ενα ποιημα που εντυσα με αναλογη μουσικη και εικονες..
Κι η Ονειροπαγιδα της Ψυχης, τ ακουσε κι εφερε κοντα μου εσας...


Εσενα , και τον Πηγασο, τα δυο friesian της ζωης μου...
Οι δυο μου "μαυρες καλλονες" που μαζι ζησαμε (και ζουμε.! ) τις περισοτερες και τις καλυτερες στιγμες ιππικης τρελας..!
                      Οι δυο μεγαλες μου αγαπες......




With Love
<3 Αμαζονα <3

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Το Τελευταίο Χελιδόνι..



  Μοναστηράκι, ζεστό δειλινό του Απρίλη. Σιγοσφυρίζοντας έναν παράξενο σκοπό, έστησε το παλιό καβαλέτο του σε μια άκρη. Κοίταξε, χαμογελώντας σαν παιδί, τα περιστέρια. Κάτι μουρμούρισε σε μια περίεργη γλώσσα, κι ύστερα άνοιξε τη χούφτα του σκορπίζοντας ψίχουλα στο πλακόστρωτο. Οι φτερωτοί του φίλοι τον περικύκλωσαν με ένα τρελό ανοιξιάτικο πετάρισμα.
    Μερικοί περαστικοί τον κοίταξαν γελώντας. Συνήθιζε τελευταία, κάθε δειλινό να στήνει εκεί το καβαλέτο του, να ζωγραφίζει ότι έβλεπε και του άρεσε και να μιλά στα περιστέρια. Άλλοτε, σιγοτραγουδούσε ένα νοσταλγικό σκοπό δακρυσμένος. Τα πουλιά έστεκαν τότε ολογυρά του, ακίνητα, μαγεμένα, καθισμένα στο χέρι του, στο παλιό καβαλέτο, ακόμα και στα μαλιά του.
    Ψηλός μελαχρινός, γύρω στα τριάντα, ήταν όμορφος και γεμάτος μυστήριο. Μα ο κόσμος τον περνούσε για τρελό… Ίσως οι παράξενες συνήθειες ή το ντύσιμό του ήταν απλά, που τον έκαναν να ξεχωρίζει… Φορούσε πάντα ένα τριμμένο παλιό παντελόνι με κόκκινο χρώμα κι ένα ζευγάρι κίτρινα μισολιωμένα παπούτσια. Το παλιό καρό του πουκάμισο ήταν μισάνοιχτο στο στήθος, όπου κρέμοταν ένα αλόκοτο μεταγιόν. Δυο φτερά χελιδονιού κρεμασμένα σε ένα πέτσινο λουρί, κι ανάμεσα τους ένας ήλιος, φτιαγμένος με χάντρες και πολύχρωμα κορδόνια. Μα κείνο που έκανε κάτι περαστικούς να τον κοιτούν σαν να ήταν εξωγήινος, ήτανε πιο πολύ, ένα φτερό αετού που φόραγε στο κεφάλι του. Στερεωμένο περήφανα σε μια πλατιά κόκκινη κορδέλα..
     Τα μαλιά του κορακίσια, κυλούσαν ατίθασα γύρω απ το λιγνό πρόσωπό του κι έπεφταν στους ώμους του. Το δέρμα του ήταν κοκκινωπό. Κάτω απ τα δασιά μαύρα φρύδια του, δυό μάτια βαθυκάστανα, σχιστά κι ελαφίσια, κοιτούσαν στοχαστικά και θλιμμένα τον κόσμο…
    Κι εκείνο το απόγευμα στάθηκε ξανά στη γωνιά του, κι αφού τάισε τα περιστέρια έβγαλε τα χρώματα και τα πινέλα του. Κοίταξε ολόγυρα τον πολύχρωμο εκείνο κόσμο αναζητώντας. Και τότε την είδε…
    Λεπτή σαν αύρα, με ένα παλιό τζιν κι ένα φαρδύ άσπρο πουκάμισο, διέσχιζε βιαστικά τα καλντερήμι. Τα ξανθά της μαλιά ανέμιζαν χρυσίζοντας στον ήλιο. Τα μάτια της, γαλάζια και μελαγχολικά, ταξίδευαν κάπου ακαθόριστα..
- Λευκή Γυναίκα με πρόσωπο φεγγαριού… Χουάν θα ήθελε ζωγραφίσει..! της είπε σπαστά καθώς περνούσε από μπροστά του, και της χαμογέλασε.
Κοντοστάθηκε ξαφνιασμένη.
- Σε μένα μιλάς.;
- Λευκή Γυναίκα, Μητέρα της ζωής… Στα μάτια της, αστέρι της αυγής, μα στην ψυχή της η Νύχτα.. είπε τρυφερά ο μποέμ καλλιτέχνης χαϊδεύοντας ερευνητικά το πρόσωπό της .
- Έχω δουλειά, πρέπει να φύγω.. αποτραβήχτηκε εκείνη απότομα, ξαφνιασμένη.
Μα ο Χουάν την έπιασε παρακλητικά απ το μπράτσο.
- Χουάν γυρίζει απόψε Βαρκελώνη..! Λευκή Γυναίκα ας κρατήσει ζωγραφιά..Χουάν θέλει να ζωγραφίσει το Φεγγάρι, τελευταία μέρα ανοιξιάτικου φεγγαριού..Και το Φεγγάρι, στο πρόσωπο Λευκής Γυναίκας…
Χαμογέλασε, σα να άρχισε να το διασκεδάζει. Ήταν σίγουρα κάτι εντελώς διαφορετικό απ τη βαρετή της ρουτίνα..
-  Μιλάς όμορφα..Σε ευχαριστώ.! Λοιπόν, θα μείνω να με ζωγραφίσεις.! Το όνομά μου είναι Έλσα.
- Έλ-σα..! επανέλαβε συλλαβιστά ο ζωγράφος με ένα παιδικό χαμόγελο.
    Άνοιξε ένα σπαστό καρεκλάκι και την έβαλε να καθίσει απέναντί του, σιάζοντας το πρόσωπό της. Στάθηκε μπροστά στο καβαλέτο του κι άρχισε να τη ζωγραφίζει μαγνητισμένος. Τα μάτια του, που έμοιαζαν με κυνηγημένου ελαφιού, χαράχτηκαν έντονα μες στην καρδιά της.
- Παράξενος είσαι Χουάν..Ειπες, γυρίζεις απόψε στη Βαρκελώνη. Από εκεί είσαι.;
- Χουάν Ινδιάνος, γεννήθηκε στη Βαρκελώνη. Έζησε χρόνια εκεί και σπούδασε τέχνη..Αγάπησε πολύ κάποια Λευκή Γυναίκα, γυναίκα του.. Το όνομά της Μαρία, μα Χουάν δεν πρέπει να το πει ξανά..Γιατί την πήρε το Μεγάλο Πνεύμα στη Γη των Προγόνων της..Λευκή Γυναίκα Έλσα, με μάτια σαν τη θάλασσα, της μοιάζει.! Πατρίδα σου ήταν και δική της πατρίδα, έτσι έμαθα λίγο τη γλώσσα .. Σαν έφυγε εκείνη για πάντα, Χουάν για τρία φεγγάρια πνίγηκε στα δάκρυά του.. Το τέταρτο φεγγάρι, μήνα Απρίλιο όπως εσείς λέτε, Χουάν ήρθε να ζωγραφίσει  τα μέρη που μεγάλωσε η χαμένη του αγάπη.. Έτσι θα έχει πάντα μαζί του, εικόνες που νοσταλγούσαν τα μάτια της… είπε εκείνος και δάκρυσε.
Η Έλσα τον κοίταξε συγκινημένη.
- Λυπάμαι πολύ.. είπε σιγανά.
  Ο Ινδιάνος της χαμογέλασε τρυφερά μέσα απ τα σιωπηλά δάκρυα του. Κι ύστερα, σιγοψελίζοντας νοσταλγικά τραγούδια της φυλής του, συνέχισε να ζωγραφίζει χωρίς να μιλά..
    Ο ήλιος έδυσε επάνω απ τις χαμηλές στέγες και τα πολύχρωμα καλντερήμια, που γέμισαν κόσμο και φώτα..Απο το λόφο της Ακρόπολης πέρα, ανέτειλε αχνό, σαν χαμόγελο που σβήνει, το μισοφέγγαρο..
    Ο Χουάν κι η Έλσα, ξεχασμένοι σε εκείνη τη γωνιά στο μοναστηράκι, μιλούσαν ακόμα δίχως λέξεις, με τα μάτια και τα χρώματα..
    Όταν τελείωσε το πορτραίτο, μουτζουρωμένος, την κοίταξε γεμάτος με χαρά μικρού παιδιού, και της έκανε νόημα να πλησιάσει κοντά του.
    Η Έλσα κοίταξε μαγεμένη τη μορφή της, πλασμένη ξανά από τα χέρια του Ινδιάνου καλλιτέχνη.
- Έχεις όμορφη ψυχή Χουάν.. είπε γλυκά, και τον άγγιξε δειλά στον ώμο. Μόνο ένας άνθρωπος με όμορφη ψυχή μπορεί να ζωγραφίσει έτσι…
- Λευκή Γυναίκα πάντα όμορφη… είπε σιγά εκείνος κοιτώντας νοσταλγικά το πορτραίτο του.
- Κι η ζωγραφιά σου, πιο όμορφη απ την πραγματική.. του είπε σοβαρά η Έλσα.
   Χαμογέλασε αινιγματικά χωρίς να μιλήσει, κι άρχισε να μαζεύει αργά τα πινέλα, τα χρώματα και το καβαλέτο του..
   Τα περιστέρια ακόμα τριγύριζαν στην πλατεία νυσταγμένα. Ένα απ αυτά, το πιο μεγάλο και όμορφο, πλησίασε άφοβα τον Ινδιάνο. Εκείνος έσκυψε κοντά του και το χάιδεψε στοργικά. Το άσπρο κεφάλι του περιστεριού, σημάδευε παράξενα μια μεγάλη μαύρη βούλα..
- Ψυχή Γυναίκας σε Λευκό Πουλί, συντρόφευε Χουάν στη γη της για ένα φεγγάρι… ψέλισε τρυφερά κοιτώντας με ευγνωμοσύνη το περιστέρι.
Έβγαλε απ την τσέπη του ένα μισοφαγωμένο κουλούρι και το ακούμπησε προσεκτικά μπροστά στο πουλί. Εκείνο άρχισε να το τσιμπολογά λαίμαργα.
- Αντίο… είπε σιγά κι ανασηκώθηκε.
- Να έρθω μαζί σου ως το σταθμό.; είπε η Έλσα αυθόρμητα συγκινημένη.
Κρέμασε το καβαλέτο και το σάκο του στον ώμο, και της έτεινε το μπράτσο του χαμογελώντας. Εκείνη πήρε το πορτραίτο της στο χέρι σα να ήταν εύθραυστο και τον έπιασε δειλά αγκαζέ. Η παράξενη συντροφιά χάθηκε περπατώντας στο μοναστηράκι..
                        *        *       *
- Κρίμα που φεύγεις… του είπε η Έλσα σαν πλησίαζαν στο σταθμό. Σε συμπάθησα…
- Χουάν είναι ευλογημένος απόψε από το Μεγάλο Πνεύμα.. Είπε στη Λευκή Γυναίκα όλη την ιστορία της ζωής του.. Κάποτε ίσως και Λευκή Γυναίκα να πει τη δική της ιστορία στο Χουάν. Μα τώρα πρέπει να φύγω..Νύχτα σαν αυτή έφυγε το τελευταίο χελιδόνι..Και μαζί του η άνοιξη, έφυγε νωρίς..
- Εννοείς την… γυναίκα σου.;
- Εκείνη ήταν το πρώτο και το τελευταίο χελιδόνι στην ψυχή του Χουάν… είπε και βούρκωσε κοιτάζοντάς την όλο λαχτάρα στη ζωγραφιά του.
Η Έλσα κατάλαβε..
- Κράτησέ το αν θες. Μάλλον μοιάζει περισσότερο σε εκείνη.! του χαμογέλασε και του έδωσε τον πίνακα.
Ο Χουάν δεν μπόρεσε να κρύψει τη λάμψη στα μάτια του.
     Ακούμπησε προσεκτικά τον πίνακα στα γόνατά του, έβγαλε το μεταγιόν του και της το φόρεσε στο λαιμό.
- Ευχαριστώ.! Φτερό Χελιδονιού είναι τώρα δικό σου. Θυμήσου, Φυλαχτό της Αγάπης..Χουάν πια, δεν το χρειάζεται.
Η Έλσα χάιδεψε συγκινημένη το ινδιάνικο μεταγιόν. Της είχε πει καθώς περπατούσαν, πως το έφτιαξε η μητέρα του για κείνον, όταν ήταν δεκατέσσερα χρονών, με την ευχή να συναντήσει την αγάπη της ζωής του.
- Εγώ σε ευχαριστώ καλέ μου.!Μου δίνεις κάτι πολύτιμο από σένα..Θα το φυλάξω σα θησαυρό.! χαμογέλασε συγκινημένη η Έλσα και αυθόρμητα τον αγκάλιασε.
- Το φυλαχτό θα σε φυλάει αν το φυλάς.. είπε ο Χουάν και ανταπέδωσε το αγκάλιασμα της.
      Έμειναν έτσι για λίγο, καθισμένοι εκεί στο σταθμό, ξεχασμένοι απ τον κόσμο και μόνοι. Το μεγάλο ρολόι από πάνω τους σήμανε δυνατά τα μεσάνυχτα..
- Τοτέμ του χρόνου λέει πως Χουάν σε λίγο πρέπει να φύγει.. Μόνο το ταξίδι απόψε, θα σώσει την ψυχή του Χουάν.. είπε σιγά ο Ινδιάνος κοιτάζοντας πέρα το τρένο που έφτανε φωτισμένο.
- Όταν με είδες είπες πως στα μάτια μου λάμπει το άστρο της αυγής, μα στην ψυχή μου ζει η νύχτα.. Δεν έχεις άδικο. Μοιράστηκες τόσα μαζί μου απόψε.! Και κάποια στιγμή θα στο ανταποδώσω. είπε σκεφτική η Έλσα και άναψε τσιγάρο.
Ο Χουάν κοίταξε παραξενεμένος το σύννεφο του καπνού που φύσηξε αργά απ τα χείλη της. Η Έλσα τον είδε και χαμογέλασε.
- Για να καπνίσουμε την πίπα της ειρήνης… όπως λέτε κι εσείς οι Ινδιάνοι ! του είπε γελώντας.
Ο Χουάν άπλωσε γελαστός το χέρι κι εκείνη του έδωσε το τσιγάρο.
     Το κάπνισαν μαζί, σαν μυστική υπόσχεση, ενώ η μηχανή του τρένου που πλησίαζε τους τύλιξε στον εκκωφαντικό θόρυβό της..
« Οι επιβάτες για Βαρκελώνη να περάσουν στην αμαξοστοιχεία για αναχώρηση » ακούστηκε άχρωμη η φωνή απ τα μεγάφωνα σε λίγο.
      Μπροστά στο τρένο, ανάμεσα στο λιγοστό κόσμο που πλησίαζε, κοιτάχτηκαν για τελευταία φορά βαθιά μες στα μάτια
- Φεύγει λοιπόν, το τελευταίο χελιδόνι.. είπε σιγά η Έλσα.
- Τα χελιδόνια θα γυρίσουνε την άνοιξη… είπε ο Χουάν κοιτάζοντας την παράξενα.
      Το πρόσωπό του πλησίασε αυθόρμητα στο δικό της. Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα τρυφερό φευγάτο φιλί. Μια τελευταία στιγμή κάτω απ το ρολόι … ή, το τοτέμ του αμείλικτου χρόνου..
     Άνοιξε σαν υπνωτισμένη τα μάτια κι εκείνος χάιδεψε απαλά το πρόσωπό της.
- Χουάν.. σε ποια Λευκή Γυναίκα χάρισες απόψε αυτό το φιλί ; είπε σιγά καθώς εκείνος αποτραβήχτηκε αργά προς το τρένο που ήταν έτοιμο να ξεκινήσει.
Της χαμογέλασε και τα βαθιά ελαφίσια μάτια του χαράχτηκαν στην καρδιά της.
- Στη Μητέρα της Ζωής… είπε απλά.
      Οι χτύποι της καρδιάς της έσβησαν στη γαλήνη του ινδιάνικου φυλαχτού, που χάιδευε ζεστά το στέρνο της. Το τρένο απομακρύνθηκε, παίρνοντας μαζί του κι εκείνον. Ξωπίσω, γκρίζα, ακατάληπτα σήματα καπνού..
    Έφυγε περπατώντας ευτυχισμένη στον έρημο δρόμο. Μια γλυκιά αίσθηση μποέμ ελευθερίας την τύλιξε.
Σα να μην έφυγε ποτέ..
    Μα κι αν ακόμα έφυγε για πάντα, μαζί του μια βραδιά, έζησε τον κόσμο όπως ποτέ της δεν τον είχε ξαναδεί..Ποιός μπορεί να τα βάλει ποτέ με το παντοδύναμο αυτό τοτέμ του χρόνου.; Μα αν κάτι αξίζει μες στο χρόνο, είναι οι στιγμές …
Κι η Έλσα απόψε, είχε ζήσει τη δική της.

Αμαζόνα

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Σπασμένο Βέλος- Broken Arrow Το Αγαπημενο μου..!

      


Δε θυμαμαι κι εγω ποσες φορες το χω δει, καθε φορα που το βλεπω κλαιω στο τελος...Δεν υπαρχουν λογια.!Μια ταινια για το μεγαλειο των Ινδιανων και του πολιτισμου τους , που ο δηθεν "πολιτισμος" με ανανδρα κολπα κατεστρεψε  απο μισαλοδοξια..Αλλα ευτυχως καταφερε, αθεατος ισως σε σχεση με πριν, να επιβιωσει..Θα επανελθω στο θεμα Ινδιανοι, απλα ΑΓΑΠΩ.!

 Αμαζόνα

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

Η Κυρα - Φωτιά



  Σε ένα κάστρο μονάχη της ζούσε η κυρα- Φωτιά.Τα δειλινά κούρνιαζε στη γωνιά της και σιγοτραγουδούσε ένα μαγεμένο τραγούδι.Τότε το κάστρο άστραφτε απο το χρυσαφένιο της το φως, κι απόμενε έτσι, φωτισμένο, ως το πρωί. Με την ανατολή του ήλιου ξεψυχούσε η κυρα-Φωτιά για να αναστηθεί πάλι το ηλιοβασίλεμα. Όλη τη νύχτα έλεγε παραμύθια στο φεγγάρι, κι εκείνο, σύντροφος και φίλος της πιστός, της κράταγε παρηγοριά και παρέα.
   Όλα ήταν ήσυχα γύρω απ το μαγεμένο κάστρο. Ωσπου κάποιο βράδυ..Ένα αγόρι ξυπόλυτο, ντυμένο με κουρέλια πλησίασε στο λόφο που κατοικούσε η κυρα-Φωτιά.Στα χέρια του κρατούσε μια χρυσή άρπα.Σώπασε τότε η κυρα- Φωτιά, σώπασε και το φεγγάρι, κι οι δυό τους κοίταξαν μαγεμένοι το παιδί.
-Άνοιξε πύλη άνοιξε, πύλη χρυσή του ανέμου,κύλα παραμυθιού κλωστή, κι αστέρια εσείς ανάψτε..σιγοψυθίρισε η κυρα- ΦωτιΆ το ξόρκι, κι ευθύς, η χρυσαφένια πύλη του κάστρου ορθάνοιξε φωτισμενη
Το παιδί πλησίασε παραξενεμένο.
-Μπα..! Ένα κάστρο ! είπε. Εδώ μπορώ να περάσω τη νύχτα.. Μπήκε μεσα και κοίταξε γύρω του μαγεμένο.Όλα ήταν τόσο τακτοποιημένα και όμορφα! Όμως κανείς δεν ήταν εκεί.Το παιδί, κουρασμένο καθώς ήταν, πλησίασε στο αναμένο τζάκι να ζεσταθεί.Προσπάθησε να κοιμηθεί μα δεν μπορούσε.Στο τέλος πήρε τη χρυσή του άρπα κι άρχισε να παίζει μια όμορφη, μα θλιβερή μελωδία.
-Αχ και να έβρισκα το δρόμο να γυρίσω στον πατέρα μου...είπε και δάκρυσε.Μα η Χώρα του είναι πολύ μακριά κι απο το χάρτη μου έχουν σβηστεί τα σημάδια..Έχω χαθεί..
-Μην κλαίς..Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω να βρεις το δρόμο..μια βαθιά γλυκιά φωνή του αποκρίθηκε.
Το παιδί κοίταξε γύρω ξαφνιασμένο.
-Μα..ποιός είναι εδώ.;Ποιός μίλησε.;
-Εγω, εδώ..!
Μέσα στο τζάκι η φωτιά δυνάμωσε παράξενα, γεμίζοντας φως το παράξενο κάστρο. Οι φλόγες πετάχτηκαν έξω χορεύοντας κι αναμεσά τους εμφανήστηκε μια όμορφη κοπέλα

 
Το παιδί πετάχτηκε ξαφνιασμένο.
-Ποιά είσαι εσύ..;!
-Μη φοβάσαι..Είμαι η κυρα- Φωτιά, η πριγκίπισσα αυτού του κάστρου.Και θέλω να σε βοηθήσω..Λοιπόν, τί σου συμβαίνει;
-Είμαι ο γιος του βασιλιά της Αστροηλιοχώρας.Ο Άρχοντας της Νύχτας με έκλεψε όταν γενήθηκα και με πήρε για υπηρέτη στο σκοτεινό του παλάτι.Ωσπου μια μέρα βρήκα τη χρυσή άρπα που ο πατέρας μου, μου είχε χαρίσει όταν γενήθηκα για να με προστατεύει με τη Μελωδία του Ουρανού.Ο Άρχοντας της Νύχτας την είχε κλέψει κι αυτη και την είχε κλεισμένη σε ένα σκοτεινό σεντούκι.Όταν τη βρήκα είχε τυλιγμένο μέσα το χάρτη με τα λόγια του πατέρα μου και το δρόμο της επιστροφής, αν ποτέ χαθώ..Ο βασιλιάς μου έγραφε πως είμαι το παιδί του και πως η Μελωδία του Ουρανού θα με οδηγεί στο ταξίδι..Όσο πλησιάζω στο παλάτι η άρπα θα παίζει δυνατά και χαρούμενα, μα όσο απομακρύνομαι, η μουσική της θα γίνεται βραχνή και θλιμμένη..Πάνε μήνες τώρα που ταξιδεύω, μα τα σημάδια στο χάρτη έχουνε σβηστεί, και νομίζω πως χάθηκα..Κι όσο πρωχωρώ, η μελωδία στην άρπα μου γίνεται όλο και πιο θλιμμένη. Και ο Άρχοντας της Νύχτας ξέρω πως έχει στείλει τον τρομερό του Δράκο να με βρει και να με φέρει πίσω..Μα ο Δράκος αυτός πετάει μόνο τη νύχτα. Έτσι κάθε που βραδιάζει, ψάχνω να βρω ένα μέρος φωτεινό να κρυφτώ, γιατί ο Δράκος δεν αντέχει το φως.Σ ευχαριστώ που απόψε μου άνοιξες το κάστρο σου, όμορφη και καλή κυρα- Φωτιά..
Η πριγκίπισσα χάιδεψε συμπονετικά τα μαλιά του παιδιού με το φλόγινο χέρι της.
-Λυπάμαι που χάθηκες..είπε γλυκά. Μα θα σε βοηθήσω να ξαναβρείς το δρόμο.!Δείξε μου το χάρτη σου..
Το παιδί τον άνοιξε μπροστά της και η κυρα-Φωτιά, φύσηξε πάνω του ένα φλόγινο χνώτο.Ο χάρτης έλαμψε ευθύς, σα να ήτανε καινούριος και τα σημάδια ξεχώρισαν ολοκάθαρα πάνω στο κιτρινισμένο χαρτί.
-Εκπληκτικό.!θαύμασε το χαμένο πριγκιπόπουλο και ευχαρίστησε ξανά την κυρα-Φωτιά.
Μαζί έσκυψαν περίεργοι να δουν τη διαδρομή.
-Είναι πολύ μακριά απο δω..Και ο δρόμος είναι επικύνδυνος, δεν θα χεις που να φυλαχτείς το βράδυ.Λοιπόν, θα ρθω μαζί σου!Θα σου κρατώ τα βράδια φως και ζεστασιά.Και ..ποιός ξέρει.; Ισως μαζί με σένα να ξαναβρώ κι εγώ το αληθινό μου κάστρο και το όνομά μου..Μα θα ξεκινήσουμε αύριο βράδυ.Σε λίγο χαράζει η αυγή και σαν ξημερώνει, τα μάγια λύνονται και σβήνω..είπε η κυρα- Φωτιά.
-Σ ευχαριτώ, είναι πιο όμορφα να ταξιδεύει κανείς με παρέα ! χάρηκε το αγόρι. Το κάστρο σου το αληθινό.; Το ονομά σου.; Μα τι σου συνέβη.;
-Το μόνο που θυμάμαι είναι πως με άφησε στο τζάκι αυτό φυλακισμένη ένας δράκος..Τη μέρα σβήνω και τη νύχτα ξαναγιενιέμαι απ τις στάχτες μου..Αν οι στάχτες μου σκορπίσουν και χαθούν, θα με ρουφήξουν ξανά τα χνώτα του δράκου. Και θα χαθώ κι εγώ για πάντα..Μα είναι ένα ξόρκι, μου έχει πει το φεγγάρι, που κάθε αυγή μένει γραμμένο στη στάχτη " όταν ο Αετός ντυθεί ξανά το πορφύρα, εσύ Βασίλισσα θα γίνεις, και το κάστρο σου θα βρεις, και το όνομά σου" Μα δεν ξέρω τί σημαίνει..
- Θα φυλάω τις στάχτες σου τη μέρα μες στη χρυσή μου άρπα..υποσχέθηκε το αγόρι.Και όταν φτάσουμε στην Αστροηλιοχώρα, ο πατέρας μου γι ανταμοιβή θα σε βοηθήσει να λύσεις το ξόρκι !
Ετσι συμφώνησαν, και σαν ανέτειλε ο ήλιος, η κυρα-Φωτιά εξαφανήστηκε και το αγόρι έπεσε να κοιμηθεί κουρασμένο.
    Το βράδυ δεν άργησε να ξαναρθεί κι ο μικρός πρίγκιπας ξυπνησε απο το τραγούδι της κυρα- Φωτιας.
-Ωρα να φύγουμε..!του εϊπε εκείνη γλυκά σαν χάθηκε πισω απ το λόφο και η τελευταία ηλιαχτίδα.
Κι ευθύς οι φλόγες στροβιλίστηκαν με ορμή εξω απ το τζάκι.
Σαν χαμήλωσε η λάμψη η εκτυφλωτική, μπροστά του στέκοταν ένα όμορφο και δυνατό πύρινο άλογο..
-Πώς το έκανες αυτό.!; θαύμασε το αγόρι
-Μπορώ να πάρω όποια μορφή θέλω.! του εξήγησε η κυρα-Φωτιά. Λοιπόν έλα, ανέβα στη ράχη μου!
   Έτσι άλογο και καβαλάρης, ξεχύθηκαν καλπάζοντας με ορμή έξω απ το κάστρο. Το φεγγάρι τους συντρόφευε φωτίζοντας το δρόμο.Όλη τη νύχτα κάλπαζαν ασταμάτητα, ακολουθώντας τη διαδρομή στο βασιλικό χάρτη. Η αυγή τους βρήκε σε ένα πυκνό και αλόκοτο δάσος. Ένα σπιτάκι μισοκρυμένο ανάμεσα στα φύλλα έμοιαζε να ναι εγκαταλελειμένο..

-Πάω να δω αν είναι κανείς μέσα.!είπε θαρρετά ο μικρός πρίγκιπας και κατέβηκε απ τη ράχη της κυρα- Φωτιάς.
-Κάνε γρήγορα.. του είπε ξεψυχησμένα εκείνη.
Το αγόρι έφυγε τρέχωντας. Μα όταν σε λίγο ξαναγύρισε, βρήκε μονάχα ένα βουνό απο στάχτη πάνω στο βράχο που είχε αφήσει το πύρινο άλογό του.Ο ήλιος είχε ανατείλει, και το φεγγάρι, είχε κι εκείνο σβηστεί..
   Προσεκτικά μάζεψε τη στάχτη μες στην χρυσή άρπα του και μπήκε στο μικρό έρημο καλύβι.Κουρασμένος καθώς ήταν απο το ταξίδι, αποκοιμήθηκε αμέσως...
                  *                 *                 *
Σαν έδυσε ο ήλιος, η χρυσή άρπα πλημύρισε απο φως και το όμορφο άλογο αναπήδησε μουδιασμένο στο βράχο. Μα τί ήταν αυτό.; Το αγόρι είχε εξαφανιστεί.!Μαζί και το σπιτάκι.! Έψαξε σ όλο το δάσος, τον φώναξε, μα τίποτα.!
-Τώρα, τί θα κάνω ; Τι θα απογίνω.; Θα ξημερώσει κι η στάχτη μου θα  χαθεί και θα σκορπίσει με τον άνεμο..απαρηγόρητη ήταν η κυρα- Φωτιά.
Απογοητευμένη σταθηκε σε μια γωνιά περιμένωντας να βγει το φεγγάρι.Εκείνο θα μπορούσε ίσως να τη βοηθήσει..
Και το φεγγάρι δεν άργησε να φανεί.Ερχόταν γοργό, γεμίζωντας, πετώντας επάνω απ τη λίμνη.Ξωπίσω του ακολοθούσε ένας παράξενος αετός που όλο έκρωζε ανήσυχος..Σα να είχε πάρει απο πίσω το φεγγάρι !
Η κυρα- Φωτιά τότε είπε στο φεγγάρι τί είχε συμβει. Πως μονάχα η χρυσή άρπα τους εϊχε απομείνει και το αγόρι κι ο χάρτης, μαζί με το αλόκοτο σπιτάκι είχαν εξαφανιστεί. Ο αετός όση ωρα μιλούσαν έκρωζε δυνατά, κάνοντας κύκλους στον αέρα, γύρω απ το φεγγάρι.
-Νομίζω ότι πρέπει να ακολουθήσουμε αυτόν τον αετό..είπε στο τέλος σκεφτικό το φεγγαρι.Φαίνεται κάτι να ξέρει για όλα αυτά τα παράξενα..
  Έτσι κι έγινε.Το φεγγάρι γατζώθηκε στη χαίτη της και η κυρα-Φωτιά κάλπασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε ξωπίσω απ το μεγάλο πουλί.Πέρασαν το δάσος, λιβάδια, βουνά..Και λίγο πριν ξημερώσει ο αετός άνοιξε το μεγάλο ράμφος του και κατάπιε την κυρα-Φωτιά.! Το φεγγάρι χάθηκε ξαφνιασμένο καθώς ο ήλιος ανέτειλε και δεν μπορούσε να δει πλέον τίποτα.
  Ο αετός άρπαξε τότε στα νύχια του τη χρυσή άρπα και όλη τη μέρα πετοϋσε, πετούσε ακούραστα πάνω απ τη θάλασσα..Και σαν έπεσε η νύχτα κάτι τρομερό συνέβη..
  Η θαλασσα αγρίεψε ξαφνικά και μαύρα σκούρα σύνεφα στον ουρανό έκρυψαν το φεγγάρι.Μέσα απο τα πελώρια κύματα αναδύθηκε ο τρομερός Δράκος του Άρχοντα της Νύχας.!


Ο αετός πάλεψε μαζί του γεναία όλη τη νύχτα.Κοντά στο ξημέρωμα του κατάφερε το θανατηφόρο χτϋπημα.Ο Δράκος βυθήστηκε μέσα στο κύμα μουγκρίζοντας.Μα καθώς πέθαινε χάραξε βαθιά με τα νύχια του την καρδιά του αετού..Ματωμένος ο περήφανος βασιλιάς των ουρανών, λυποθύμησε..Μα ξαφνικά κάτι παράδοξο συνέβη..Η θάλασσα τα σύνεφα κι η σκοτεινιά εξαφανήστηκαν μέσα σε ένα αλόκοτο χρυσό φως. Στη θέση τους εμφανήστηκε ένα πανέμορφο βασίλειο, σαν να ήταν θαμμένο εκεί για χρόνια..
 Κρατώντας σφιχτά τη χρυσή άρπα, ο νεαρός πρίγκιπας σηκώθηκε πληγωμένος απο εκεί που έπεσε ο αετός.
-Η Αστροηλιοχώρα.!αναφώνησε
Δίπλα του στεκόταν μια όμορφη βασίλισσα τυλιγμένη σε ένα χρυσαφί μανδύα.Κοιτούσε στην κορφή του λόφου το παλάτι δακρυσμένη..
-Κυρα- Φωτια..!είπε έκπληκτος
-Εδώ είναι το παλάτι μου..ψέλισε εκείνη.Τώρα θυμάμαι τα πάντα..
Πριν προλάβει να αποσώσει ο βασιλιάς της Αστροηλιοχώρας έφτασε κοντά τους με δυο άσπρα άλογα.Ξωπίσω του ακολουθούσαν όλοι οι άνθρωποι του βασιλείου.
- Βασιλιά μου..ειπε η κυρα-Φωτιά καθώς τον αντίκρυσε, και δάκρυσε.
Ο βασιλιάς τότε αγκάλιασε τη γυναίκα του και το παιδί του
-Χρυσαφένια μου...Αετογιέ μου..! είπε γλυκα. Πόσο χαιρομαι που σας ξαναβλέπω..!Απο τότε που ο Αρχοντας της Νύχτας άρπαξε τη χρυσή άρπα με τη Μελωδία του Ουρανού, κυρίευσε όλο μου το βασίλειο..Μα εσύ γεναίε μου Αετογιέ, την βρήκες την αρπα και την ξανάφερες πίσω..Μα..πως βρήκες τη μητέρα σου.;Πάνε χρόνια τώρα που την είχε αρπάξει ο Δράκος..
-Μ έπιασε η νύχτα και βρέθηκα στο κάστρο που την είχε φυλακίσει..!Συνεχίσαμε μαζί το ταξίδι ώσπου περάσαμε απο το μαγεμενο δάσος..Το σπιτάκι που μπήκα να ξεκουραστώ καθώς ξημέρωνε ηταν παγίδα.!Σαν νύχτωσε και ξυπνησα βρισκόμουν στη φωλιά του Δράκου..Χρησιμοποιησα το ξόρκι του χάρτη σου πατέρα. ''το Ματι του Αετου" και μεταμορφώθηκα μαζί του σε αετόπουλο..Έτσι γκρέμισα τη φωλιά του δράκου και μπόρεσα να του ξεφύγω..!Ευτυχώς τη χρυσή άρπα δεν την πήρε μαζί, με το μαγεμένο σπίτι, επειδή η κυρα- Φωτιά την είχε σκεπάσει με φως πριν να σβήσει.Τη βρήκα να μιλά με το φεγγάρι και τους οδήγησα ως εδώ..Τη στιγμή εκείνη που μεταμορφώθηκα μαζί με το χάρτη, ήξερα τα πάντα..Κι οτί εσύ ησουν, κυρα- Φωτια, η μητέρα μου..Κι είμαι στ αλήθεια περήφανος γι αυτό..
  Η βασίλισσα και το βασιλόπουλο αγκαλιάστηκαν ευτυχισμένοι..Καβάλα στ άσπρα άλογα γύρισαν στο παλάτι, όπου εγινε μια μεγάλη γιορτή για το γεναίο μικρό πρίγκιπα.Το παιδι  που εφερε πίσω τη Μελωδία του Ουρανου, κι ετσι νικηθηκε οριστικα ο Αρχοντας της Νυχτας..

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Ο δικός μου κόσμος (Gr. subs ) Μια ασυνήθιστη, μαγική ιστορία..!

      



" Η ζωή είναι σαν ένα παγωτό.Απολαυσέ την πριν να λιώσει!" 

  the best...



  Αμαζόνα

LOVE COMES SOFTLY.. Απο τις ομορφότερες ιστορίες που εχω συναντήσει..!





       





Όντως μερικά πράγματα στη ζωή,όσο πιο απλά και απροσδόκητα συμβαίνουν τόσο πιο όμορφα είναι...Απο τις ομορφότερες ιστορίες αγάπης που έχω συναντήσει ως τώρα !



   Αμαζόνα

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Εφυγες Νωρις . . .

    Έφυγες νωρίς..Όλα τα πράγματα σου έμειναν εδώ, κλεισμένα στην κάμαρα μας, που απόμεινε κλειδωμένη και σκοτείνη..Το σπίτι μας το άλαξα τελείως..Σε εξαφάνισα..Δε θέλω να σε θυμάμαι..Δε θέλω να σκέφτομαι..Δεν αντέχω άλλο πια να πονάω..
    Μα γιατί σου μιλάω.;Δεν πειράζει, άλωστε πια δεν με ακούς..Ποτέ σου δεν με άκουγες..
    Παίρνω το άλογο μου, και φεύγω μακριά, καλπάζοντας σα φωτιά και σαν άνεμος...Κάτω απ τις δυνατές του οπλές, ποδοπατάω τα ψέματα σου, την προδοσία σου..Δεν το νιώθεις.;Δεν πονάς.;Υπήρξες ποτέ.;Με αγάπησες.;Οχι, δε θέλω να μου πεις.Δε θα το κάνεις άλωστε, το ξέρω..Είναι θυμός..Θλίψη και λύτρωση..

     Πέρασα απ το πλάι σου ξανά μα δε με γνώρισες..Καλπάζοντας με τ άλογο κάτω απ το παραθύρι σου, άφησα ένα δάκρυ να στεγνώσει στον άνεμο, πριν στάξει στο χώμα..Ελεύθερη !
    Το δάσος μαγεμένο μας αγκαλιάζει, μας κρύβει, μας τυλίγει μες στα ξόρκια της ζωής και μας ξεχνά, κι εμείς, καλπάζοντας, περνάμε σαν τον άνεμο ανάμεσα στα πυκνά δεντρα..Μιλάμε με τις ανάσες μας..Του λέω για σένα με το σώμα μου που τρέμει κολλημένο επάνω του, και μου απαντά με το δυνατό ποδοβολητό του, καθώς δυναμώνει ολοένα μαζι με τους παλμούς της καρδιάς μου..Είναι το άλογό μου, ο πιο αληθινός μου φίλος επάνω στη γη..Περνάμε απ το σημείο που για πρώτη φορά έπεσα απ τη ράχη του, στον πρώτο ξέφρενο καλπασμό μας..Χαμογελώ και παίρνω δύναμη καθώς θυμάμαι ότι σηκώθηκα ξανά.Αν δεν πέσεις δε θα σηκωθείς, αν δεν πονέσεις δε θα μάθεις, κι αν δεν ξεκινήσεις απο το τίποτα δε θα φτάσεις στο τέρμα, μου είχε πει τότε ένας φίλος..Πόσο δίκιο είχε..!
    Έτσι είναι η ζωή,  σαν ένα άλογο που καλπάζει ελεύθερο, κι αν ξέρεις να το καβαλάς, σε σηκώνει στη ράχη του κι απλά αφήνεσαι στον άνεμο που χιμάει στα μαλιά σου, σκορπίζωντας όλες τις σκέψεις σου μακριά...Κι ο καλπασμός του σου τραντάζει το κορμί, αρπάζει βίαια την καρδιά μέσα απ τα στήθη σου, και την πετάει ψηλά, στον αέρα..Στην ξαναφήνει ύστερα στη θέση της ξέπνοη και λυτρωμένη, γεμάτη μονάχα απο μια ακαθόριστη  απολυτότητα..
    Το άλογο ξεφυσώντας ιδρωμένο σιγανέυει το ρυθμό..Φτάνουμε..Ο ήλιος αναδύεται δυνατός μέσα απ τα σύνεφα, σκοπίζωντας το φως του..Ο μικρός σταυρός, στη στέγη απ το ξωκλήσι, αστράφτει υπερκόσμια..Κατεβαίνω στη γη κι αγκαλιάζω ευγνώμονα το άλογο μου..Τα "φτερά" που δεν έχω..
    Μες στο ξωκλήσι το φως γλιστρά πάνω στο βλέμμα του Ιησου, που μέσα απ την παλιά εικόνα Του, νιώθω πως με κοιτάζει με στοργή και μου χαμογελάει..Γονατίζω μπροστά Του κι αφήνω επιτέλους τα δάκρυά μου να κυλήσουν ελεύθερα..Του ήλιου το φως με αγκαλιάζει ζεστά..Του λέω για σένα, που έφυγες νωρίς κι άφησες πίσω σου συντρίμια..Του λέω για την καρδιά μου που πονά τόσο βαθιά..Του λέω πως θέλω να ζήσω αληθινά πια, μακριά
απο προδοσίες και ψέματα, μακριά απο ανθρώπους που ζουν, με μοναδικό τους ιδανικό να πληγώνουνε και να γκρεμίζουν..Κλαίω τόσο ήσυχα..Κι αναρωτιέμαι πως μπορεί να πονάει κανείς τόσο ανώδυνα και σιωπηλά, να λυτρώνεται τόσο η ψυχή ενώ ακόμα πονάει..
   Ο ήλιος γέρνει αργά προς τη δύση, όταν σηκώνω τα μάτια μου μουσκεμένα και κοιτώ τη μορφή Του.Με την ψυχή μου αδειανή πια απο σένα, το σώμα μου ανάλαφρο, νιώθω να φορώ στην καρδιά μου ένα ζευγάρι ολοκαίνουρια, άσπρα φτερά..Κι ας είναι ματωμένα, μπορούν να πετάνε..Φιλώ στοργικά την εικόνα Του κι αισθάνομαι σαν ένα χέρι αόρατο να μου χαϊδέυει τα μαλιά.."Ευχαριστώ.." Του λέω σιγανά, όπως δεν το χω πει ποτέ μου..Τώρα πια ξέρει η ψυχή μου πως είναι ο Θεός..Ολη η Αγάπη του σύμπαντος, ενσαρκωμένη σε ένα Πρόσωπο που αγκαλιάζει και λυτρώνει..Απ το κάθετι..!
   Το άλογό μου με περιμένει στο λιβάδι.Με κοιτά ανήσυχα με τα μεγάλα του τα μάτια, γιατί το έχει καταλάβει τον τελευταίο καιρό, πως δεν είμαι καλά..Δεν ξέρει βέβαια πως χωρίσαμε, μιας και δεν ήξερε ποτέ του πως υπάρχεις..
"Είσαι καλά.;" με ρωτάνε τα μάτια του, κι εγώ, για πρώτη φορά, μετά απο μέρες, βρίσκω τη δύναμη ξανά να χαμογελάσω..

"Καλό μου αλογάκι.." του ψυθιρίζω στ αυτί και τον φιλώ.
  Τον καβαλάω και φεύγουμε καλπάζοντας, πριν πέσει η νύχτα και ξεμείνουμε στα άγρια δάση ολομόναχοι..Ο ήλιος γέρνει και χρυσίζει τις οπλές του, το ολόμαυρο απαλό τρίχωμά του γυαλίζει, χάλκινη αστραπή..
  Μπορεί να έφυγες νωρίς, μα τελικά, είναι πιο όμορφη η ζωή χωρίς εσένα..Θα κρατήσω μόνο τα ταξίδια μας..Τα τοπία και τα ηλιοβασιλέματα, τα όνειρα μου που ποτέ δε συμετείχες και ας σε συμπεριλάμβανα..Ενα τραγούδι ανεβαίνει στα χείλη μου ξανά, καθώς μέσα απ του ήλιου το παράθυρο, μια νέα άγνωστη ζωή μου χαμογελάει...




    Αμαζόνα

Το Αλογάκι των Χριστουγέννων



             ΤΟ   ΑΛΟΓΑΚΙ   ΤΩΝ   ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ 

   
  Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα όμορφο σπίτι στην εξοχή ζούσανε δυο αγαπημένες αδερφές . Η Γεωργία και η Λιλα . Ειχαν πολλά όμορφα ζώα στην αυλή, κοτούλες προβατακια κι έναν μικρο και ταπεινο γαιδαρακο που εσερνε το καρο όταν ηθελαν να πανε βόλτα στο χωριο ή στην πόλη για ψώνια  Ετσι ζούσαν ευτυχισμένες μαζί με τους γονείς τους κι οι μέρες κυλούσαν χωρίς να τις καταλλαβαίνουν..
   Ωσπού ήρθαν πάλι τα Χριστούγεννα…!Ετοιμασίες χαρά..!Τα σχολεία έκλεισαν κι ο πατέρας ήρθε στο σπίτι χαρούμενος φερνωντας το χριστουγιενιατικο δεντρο..Η Λιλα αρχισε να χοροπηδα ευτυχισμενη.
-Τουτουγενα τουτουγενα.!φωναζε ολο χαρα..

-Χριστουγεννα Λιλα μου.!γελασε η μητερα και φιλησε τον πατερα.
-Πρεπει να τη στελνουμε συχνοτερα σχολειο… ειπε εκεινος λυπημενος.
Μα το χωριο ηταν μια ωρα μακρια με το γαιδουρακι κι αλογο δεν ειχαν ουτε χρηματα να αλαξουνε σπιτι..Η Λιλα ηταν μολις 8 χρονων κι η αδερφη της η Γεωργια 16. Η Γεωργια αγαπουσε πολύ τα βιβλια κι ηταν η πιο μελετηρη στην οικογενεια. Συχνα ρωτουσε τη μητερα της ένα σωρο πραγματα που θα ηθελε να μαθει..Οπως κι εκεινες τις Γιορτες..
  Αφου στολισανε το δεντρο με παιχνιδια και λαμπιονια χαρηκανε και τραγουδησανε, ο πατερας ανοιξε την εφημεριδα, η Λιλα επαιζε στα ποδια του και η μητερα πηγε να ετοιμασει το φαγητο..Η Γεωργια καθοταν μαζι της σκεπτικη στην κουζινα.
-Μαμα τι είναι τα Χριστούγεννα ; ρωτησε τελος.
-Ξερω γω παιδι μου..Να αυτό που κανουμε κάθε χρονο..Το δεντρο τα παιχνιδια..Οι διακοπες.! απαντησε αφηρημένα..
-Γιατι όμως τα κανουμε όλα αυτά ;
-Δεν ξερω παιδι μου ετσι τα μαθαμε απ τους γονεις μας κι απ τους παπούδες μας..Ασε τις ερωτησεις τωρα όμως να χαρεις, πρεπει να μαγειρεψω.!
Η κουζινα ηταν αναστατη και η Γεωργια  δεν επεμενε. Το βραδυ ηρθε και το μικρό ερημο σπίτι στην εξοχη ηταν πιο ομορφο από ποτε με τα χριστουγιενιατικα λαμπιονια του αναμενα..Και ας μην ηξερε ακομη κανενας γιατι…




Ετσι κυλησαν ομορφα οι μερες ωσπου εφτασε η παραμονη των Χριστουγεννων.!Ηταν πρωι και η μητερα ετοιμαζε στην κουζινα μελομακαρονα όταν χτυπησε η πορτα.Η Γεωργια ετρεξε ολο χαρα να ανοιξει. Ηταν ο κυρ-Μιχαλης ο ταχυδρομος που ζουσε στο διπλανο χωριο.
-Γραμμα για σενα απ την πολη.!ειπε γελαστος στη Γεωργια και της εδωσε έναν μικρο φακελο..Το καημενο τo ορφανο με βρηκε και με παρακαλεσε να στο δωσω καθως εφευγα για το χωριο..
Η Γεωργια αγκαλιασε με λαχταρα το γραμα.
-Ευχαριστω κυρ-Μιχαλη.!Ειχα καιρο να παρω γραμμα της.!
-Να σαι καλα.!Φευγω γιατι ερχεται χιονοθυελα να προλαβω να φτασω στο σπιτι.!Καλα Χριστουγεννα.!
Ανεβηκε στο αλογο του κι εφυγε βιαστικος.Η  Γεωργια ανοιξε με λαχταρα το γραμμα. Ηταν παιδικες φιλες με τη Βιολετα Ζουσε πιο παλια στο χωριο με τη φτωχη μητερα της. Μα όταν εμεινε ορφανη εφυγε και από τοτε ζει στην πολη με την αγαπημενη της γιαγια, τη μονη που εμεινε να τη φροντιζει..Ανταλασαν γραμματα συχνα και τα καλοκαιρια ερχοταν με τη γιαγια της στο χωριο, και περνουσαν μαζι ολη τη μερα  συζητωντας και παιζοντας ευτυχισμενες.
    Όμως αυτή τη φορα το γραμμα της Βιολετας ηταν πολύ λυπημενο…Της εγραφε πως η γιαγια της αρρωστησε βαρια και θα ναι στο νοσοκομειο τα Χριστουγεννα..Πως θα θελε τοσο πολύ να πηγαινε η Γεωργια στην πολη να εχει τη συντροφια της.!Μα η πολη ηταν δυο μερες ταξιδι με τ΄ αλογο μακρια, το γραμμα της ειχε ηδη αργησει να φτασει και ηταν παραμονη Χριστουγενων.!Η Γεωργια ετρεξε ολο λαχταρα στον πατερα της.
-Σε παρακαλω μπαμπα.!ειπε αφου του διαβασε το γραμμα Πες μου τι να κανω. ;
-Δε γινεται τιποτα…ειπε λυπημενος εκεινος. Αυριο είναι Χριστουγεννα ..!Κι ακομη δε μπορει κανεις να παει στην πολη μ ένα γέρο γαιδαρο μεσα στη χιονοθυελλα !
-Μα αν δανειστεις το αλογο ενός φιλου σου στο χωριο.; Αν φυγουμε τωρα αυριο το βραδυ θα ειμαστε εκει..Κι αν τρεξουμε στο δρομο κι αν…
-Γεωργια τρελαθηκες. ; Θα αφησουμε το ζεστο μας σπιτακι μες στα Χριστουγεννα. ; Κι όπως και να χει δε γινεται, κοιτα τι χιονι ριχνει εξω.!Ουτε το αλογο δε θα μπορουσε να προχωρησει… την εκοψε ο πατερας κι ανοιξε την εφημεριδα του σημαδι πως η συζητηση εληξε εδώ..
Ετσι, απογοητευμενη, ανεβηκε στην καμαρα της να γραψει στη Βιολετα.Μα δεν ηξερε τι να της πει..Ετσι περασε μελαγχολικα τη μερα ωσπου το βραδυ μαζευτηκαν ολοι στο τραπεζι για το χριστουγιενιατικο δειπνο..Ολοι ηταν ευτυχισμενοι στην οικογενεια , η Λιλα επαιζε στο τραπεζι με την καινουρια της κουκλα η μητερα κι ο πατερας την εκαναν χαζι, γελουσαν και τραγουδουσαν..Ολοι εκτος από τη Γεωργια που ο νους της ηταν στην ορφανη της φιλη..Τι θα εκανε τετοια νυχτα θλιμενη και ολομοναχη. ; Κανεις άλλος όμως δεν εμοιαζε να νοιαζοταν..
-Τι εχει Γωγια.. ; ρωτησε ξαφνου η Λιλα σαν προσεξε πως δεν ετρωγε κι ειχε μαζευτει στη γωνια της αμιλητη και σκυθρωπη..
-Τιποτα θα της περασει..ειπε γλυκα ο πατερας και σιγοστεναξε.Φαγατε.; Λοιπον ωρα για υπνο.!Αυριο σας εχουμε μια εκπληξη !
   Σε λιγο ολο το σπιτι ηταν ησυχο. Ολοι ειχαν κοιμηθει εκτος από τη Γεωργια …Ξαπλωμενη μπροστα στο παραθυρο προσπαθουσε να διαβασει.Μα κάθε τοσο η ματια της πλανιοταν στα   
αστερια και η σκεψη της στη Βιολετα που θα ηταν τοσο μονη αυτή την Αγια Νυχτα..Ναι ηταν αδικο…Μα τι ηταν επιτελους αυτά τα Χριστουγεννα.;Γιατι επρεπε να χαιρονται με λαμπιονια και φωτακια όταν αγαπημενοι ανθρωποι διπλα τους πονουν..;



Αναστεναξε κι εκλεισε το βιβλιο. «Αχ να μπορουσα τωρα να εκλεινα τα ματια και να πετουσα  με έναν πηγασο στην πολη !» ευχηθηκε μυστικα και κουρασμενη καθως ηταν αποκοιμηθηκε πανω στην ανοιχτη σελιδα του παραμυθιου..
    Δεν περασαν πεντε λεπτα και ξυπνησε από ένα δυνατο ηχο..Παραξενο…Εμοιαζε με καλπασμο αλογου πλαι στο παραθυρο της.!Κοιταξε ολογυρα στην αυλη παραξενεμενη..Και τοτε το ειδε.!Ενα πανεμορφο μεγαλο ασπρο αλογο στεκοταν μπροστα στην πορτα του σπιτιου της.!Λες κι ειχε εμφανιστει απ το πουθενα..! Ειχε σελα και χαλιναρι και κατι στο μετωπο του ελαμπε αποκοσμα γεμιζοντας φως τη χιονισμενη χριστουγιενιατικη νυχτα..
  Η Γεωργια ντυθηκε βιαστικα και κατεβηκε αθορυβα απ τη σοφιτα που ηταν η καμαρα της..Μισανοιξε την πορτα σαστισμενη να δει αν ονειρευεται…Όμως ηταν αληθεια.!Το παραξενο αλογο των χριστουγεννων ηταν εκει σα να ειχε ερθει για κεινη και την περιμενε.!Στην λευκη πλουσια χαιτη του που επεφτε στο μετωπο του, ηταν σκαλωμενο ένα αστερι, που ελαμπε μαγευτικα.. Το χαιδεψε, κι εκεινο εσκυψε κοντα της..Το προσωπο της γεμισε απ το παραξενο του φως..!



-Τι ομορφο και δυνατο που είναι..!ψελισε Μ αυτό θα μπορουσα να παω στην πολη προτου ξημερωσει..!
-Γι αυτό ειμαι εδώ Γεωργια..!Ελα λοιπον, ανεβα στη ραχη μου.!της αποκριθηκε με μια γλυκια βαθια φωνη το ομορφο ατι.
-Πως. ; Μιλας ! ξαφνιαστηκε ακομα περισοτερο.
-Ειμαι το αλογο του Αη Γιωργη που εχεις το ονομα του..εξηγησε ταπεινα εκεινο. Ηρθα αποψε Νυχτα Χριστουγεννων να σε παω εκει που σε χρειαζεται η αγαπη..Γιατι αγαπη σημαινει Χριστουγεννα..
Ανοιγοκλεισε τα ματια μαγεμενη..
-Ώστε..Λοιπον δεν ονειρευομαι.. ;Τι καλα..! Ευχαριστω..
-Είναι μολις μεσανυχτα..Η Βιολετα δεν κοιμαται, σε περιμενει..!Ας φυγουμε αμεσως λοιπον..! ειπε γλυκα το αλογο..
Η Γεωργια ανεβηκε μαγεμενη στη ραχη του κι εκεινο με ένα γοργο καλπασμο αρχισε να πετα σχεδον πανω απ το χιονι αναμεσα στο πυκνο δασος..
-Πες μου καλο μου αλογο , ποιος είναι ο Χριστος που γενηθηκε τα Χριστουγεννα. ; Γιατι γιορταζουμε. ;Και πως μπορει αποψε να συμβαινει αυτό το θαυμα. ; Ρωταω τους ανθρωπους μα δεν μου απαντουν…Εσυ θα ξερεις σιγουρα..Θα με καταλαβαινεις…
-Μα φυσικα και σε καταλαβαινω καλη μου. .Δεν ξερεις ποιος είναι ο Χριστος..;Λοιπον θα σου πω μια ιστορια..Καποτε, πριν πολλαα πολλα χρονια, ο απειρος Θεος, που ηταν απιαστος σαν τον ανεμο κι ανεγγιχτος σαν τη φλογα του ηλιου, πληγωθηκε τοσο πολύ βλεπωντας τον ανθρωπο εδώ στη γη να υποφερει..Τοσο που δε χωρουσε πια στην ευτυχια του μεγαλειου Του.. Ετσι αρχισε να μικραινει, να μικραινει.. Τοσο, που χωρεσε μες στην κοιλια μιας νεαρης κοπελας που Τον υπεραγαπουσε, της Μαριας..Ετσι, εγινε το μωρακι της, και γενηθηκε σαν ανθρωπος στον πονεμενο αυτό κοσμο για να τον λυτρωσει..Για να πει στους ανθρωπους τα μυστικα της αληθινης ευτυχιας..Για να δωσει σε κάθε θλιμμενη καρδια την αγαπη του…Για να πεθανει και να αναστηθει, σταυρωνοντας την κακια και ανασταινοντας στην ανασταση του τον Ανθρωπο..Αυτος ο γλυκος Θεανθρωπος είναι ο Χριστος.!Χριστουγεννα είναι η γιορτη που η καλοσυνη και η δικαιοσυνη του γιενιεται μες στην καρδια σου, και γινεσαι ένα με Αυτόν, κι ετσι μεσα από σενα, Εκεινος ξαναγιενιεται στον κοσμο..!
Η Γεωργια κοιταξε μαγεμενη ψηλα, στον εναστρο ουρανο και ένα δακρυ ευγνωμοσυνης κυλησε στα ματια της..
-Κανεις δεν μου τα ειχε πει ποτε όλα αυτά..Γι αυτό λοιπον..λεμε πως όταν καποιος ανθρωπος πεθαινει παει στον ουρανο.;Εκει είναι και η μαμα της Βιολετας..!
-Ναι γι αυτό..Ο Χριστος στεκεται παντα  στο κατωφλι του ουρανου και περιμενει ..Κι όταν μια ψυχη φευγει απ τον κοσμο την αγκαλιαζει και την κανει πλαι του αγγελο φωτεινο και αθανατο..Αγγελο αγαπης..
-Σαν τον Αη Γιωργη που μου δωσαν το ονομα του..;
-Ναι,σαν τον Αη Γιωργη..Ηταν στρατιωτης καποιου ακαρδου βασιλια που μολις εμαθε πως η καρδια του είναι δοσμενη στο Χριστο και πως στρατιωτης του Χριστου είναι η ψυχη του, θυμωσε πολύ..Στεκοταν πλαι μου όταν κατι αγριοι στρατιωτες ηρθαν και τον πηραν αλυσοδεμενο…Δεν αντισταθηκε σαν να μη δειλιασε στιγμη μπροστα σε τιποτα..Γιατι ηξερε πως ο Χριστος, είναι ζωη και δυναμη του, ανυπολογιστη..Λυπηθηκα σαν ειδα να τον παιρνουν..Φωναξα, σταθηκα ορθιο για να με δουν..Τον αγαπουσα τον αφεντη μου..Ποτε του δε μου φερθηκε σκληρα ποτε δε μου πε ασχημο λογο, γιατι η αγαπη του Χριστου σε κανει να αγαπας τα παντα, ακομα κι εμας, τα αλογα ζωα...Ειχα δει τοσα θαυματα, ειχα συρει νεκρο τον τρομερο δρακο,στο λαιμο μου ειχε κλαψει η λυτρωμενη πριγκιπισσα..Οταν πηγαιναμε μαζι πορειες μεγαλες, προσευχοταν κι υστερα εσκυβε με χαιδευε και μου μιλουσε, ευχαριστουσε και για μενα το Θεο, εμενα, ένα απλο αλογο..Ολα εγιναν μεσα σε μια στιγμη..Με αλυσοδεσανε και μενα, με δαμασαν, και με ριξαν σε ένα σκοτεινο βρωμικο σταυλο, χωρις κανεις τους να με νοιαζεται..Ενας σκληρος και αγριος στρατιωτης ηρθε τοτε και με αρπαξε απ το χαλιναρι..Γελασε βαναυσα κι ειπε πως θα μουνα δικο του..Με τραβηξε, δεν ηθελα να τον ακολουθησω, με πονουσε..Με χτυπαγε για να τρεξω στις μαχες..Δεν αντεξα..Στην πρωτη κιολας μαχη που με εσυρε, εξαντλημενο καθως ημουν, γιατι δεν ετρωγα ουτε επινα νερο απ τη στενοχωρια μου, η ψυχη μου καλπασε στο ομορφο κατωφλι του ουρανου να τον περιμενει..Επιτελους ελευθερο..!Κι ο Αη Γιωργης μου δεν αργησε να ρθει…Ελαμπε οσο ποτε αλλοτε το αγιο χαμογελο του, κι ο Χριστος τον αγκαλιασε και εκλαψαν μαζι, ετσι ενωμενοι και αχωριστοι πανω απ τον κοσμο..Ο Χριστος του φόρεσε ένα χρυσο στεφανι από αστερια στα μαλια, κι ειπε πως εχει γενηθει κι αναστηθει μες στην καρδια του..Κι εκεινος τοτε δακρυσμενος Τον προσκυνησε..Ενιωθα τοσο ευλογημενο μπροστα σε τετοια ομορφια τετοια αγαπη..Κι ο Αη Γιωργης τοτε ακουμπησε το μετωπο του στο δικο μου, με χαιδεψε τρυφερα, κι από τοτε ποτε πια δε χωριστηκαμε κι ουτε θα χωριστουμε… Το ξερα πως ημασταν οι νικητες..




Ετσι ειπε το αλογο και χοντρα δακρυα συγκινησης κι ευγνωμοσυνης κυλουσανε στο προσωπο του κι επεφταν στη γη…




Κι ετσι μιλωντας για αληθειες και για θαυματα, το κοριτσι και το αλογο διεσχισαν το δασος, τα λιβαδια, τις κορφες και να, απ την πλαγια του λοφου φανηκε αντικρυ τους η πολη.!Λαμπιονια ανθρωποι και αμαξες, σε έναν τρελο χορο, να στροβιλιζονται γιορταζοντας..Μα η Γεωργια τωρα ηξερε..Αραγε ηξεραν κι εκεινοι τι γιορταζουν.;
Βουρκωμενη χάϊδεψε το αλογο στον ασπρο του λαιμο, κι εκεινο σταθηκε στην κορυφη του λοφου..
-Πώς να σε ευχαρηστησω ομορφε πηγασε, για όλα αυτά τα θαυμαστα που εμαθα αποψε..;Δε μου πες ουτε τα ονομα σου, μα εγω θα σε φωναζω πηγασο γιατι ηρθες απ τον ουρανο..
-Λεγε με όπως εσυ θες το ιδιο κανει..Μα εμενα μη με ευχαριστεις..Τον Χριστο μονο να ευχαριστεις που σαν αυτό το βραδυ γενηθηκε στη γη μας για να ξαναγενηθουμε εμεις τα θνητα πλασματα αθανατα στον ουρανο..!ειπε γλυκα το αλογο.Μα εκει στην πολη καποιος σε περιμενει, για να γενηθει ξανα ο Χριστος σε μια αγκαλια αγαπης και παρηγοριας..Κρατησου καλα, φτανουμε.!
Και μ ένα ζωηρο πηδημα στον αερα καλπασε στον ουρανο, πανω απ τη φωτισμενη πολη και σταθηκε σε ένα φτωχικο ερημο στενο..Εκει δεν ειχε λαμπιονια, ουτε κοσμο με πολυτελεις αμαξες να τραγουδα και να χορευει..Γυρω ηταν όλα σκοτεινα και χιονισμενα..Μα ένα παραθυρο μοναχα, που εμενε μεσα στη νυχτα φωτισμενο, σε ένα παλιο διορωφο σπιτι, εκρυβε όλα τα χριστουγιενιατικα φωτα του κοσμου..
-Βιολετα.! ειπε σιγα η Γεωργια και τα ματια της βουρκωσαν..
Το αλογο σταθηκε μπροστα στην παλια πορτα.
-Κι όπως σου ειπα όταν ξεκινησαμε σε περιμενει..!
Κατεβηκε από τη ραχη του κι αγκαλιασε ολο χαρα το ομορφο αλογο των Χριστουγεννων..Των δικων της Χριστουγεννων, επιτελους, των αληθινων.!
-Δε θα ξεχασω ποτε όλα αυτά που μου ειπες αποψε..Θα το πω και στη Βιολετα..!Α, ποσο θα χαρει.!
-Παρε το αστερι που φοραω στα μαλια μου..Κρατησε το για να με θυμασαι..Κι αν ποτε με χρειαστεις, ακουμπησε το στην καρδια σου, και πες μεσα απ την ψυχη σου τρεις φορες
« Χριστουγιενιατικη Ευχη, Αγαπη κι Ονειρα στη γη..» Κι εγω θα βρισκομαι κοντα σου..!

  Το κοριτσι και το αλογο αγκαλιαστηκαν τρυφερα … Κι υστερα εκεινο, σηκωσε ψηλα το κεφαλι, και η μορφη του εγινε αχνή, σαν μια ομιχλη από αστερια και εξαφανηστηκε..



Η Γεωργια εκρυψε στοργικα στην τσεπη του παλτου της το αστερι κι ανεβηκε τα μισογκρεμισμενα σκαλια..Χτυπησε την πορτα συγκινημενη.Πριν προφτασει να το καταλαβει η Βιολετα επεσε στην αγκαλια της κλαιγοντας από χαρα..Ηταν τοσο φτωχικα ντυμενη κι απεριποιητη μια τετοια γιορτινη νυχτα μα τοσο Θεε μου ομορφη και λαμπερη..!Τα δυο κοριτσια εσφιξαν η μια την άλλη για ωρα χωρις να μιλουν..Το χριστουγιενιατικο δεντρο αχνοφεγγε φτωχικο στη γωνια με τις λιγοστες χειροποιητες μπαλες, μα ηταν το ομορφοτερο δεντρο που η Γεωργια ειχε αντικρυσει..
-Το ξερα πως θα ρθεις αδερφουλα μου.!ειπε η Βιολετα γλυκα Μα..πως ηρθες αληθεια..;
-Πετωντας..!γελασε μεσα από τα δακρυα της η Γεωργια.Πετωντας με έναν..πηγασο αληθινο…!
Μπηκαν στο σπιτι κι ετοιμασαν ένα φτωχικο γευμα.
-Θα μου τα πεις όλα..!ειπε ζωηρα η Βιολετα, και η χαρα κι η ελπιδα ξαναφτερωσανε μεσα της. Δεν αργησες καθολου ευτυχως..!Ειναι μολις μεσανυχτα.. Παραμονη Χριστουγεννων..!
Η Γεωργια κοιταξε το παλιο ρολοι στον τοιχο σαστισμενη!
-Μολις μεσανυχτα.;! Μα..ακριβως η ιδια ωρα ηταν κι όταν ξεκινησαμε από το σπιτι..!Ο χρονος λοιπον ειχε σταματησει..!Και νιωθω πως… το ταξιδι αυτό κρατησε μια ολοκληρη ζωη…!
Κατω απ το δεντρο μοιραστηκαν το φτωχικο γιορτινο γευμα κι η Γεωργια ολο χαρα της διηγηθηκε με κάθε λεπτομερεια το ομορφο θαυμα των δικων τους Χριστουγεννων..Η Βιολετα την ακουγε μαγεμενη..Η νυχτα κυλησε τοσο ζεστα σε εκεινη τη φτωχικη γειτονια της πολης που απλα δυο φιλες γνωριζαν τι είναι τα Χριστουγεννα, που ηρθε το ξημερωμα και ακομα συζητουσαν, και καμια τους δεν ειχε νυσταξει..Οι καμπανες της εκκλησιας του Αη Γιωργη πιο περα σημαναν τη Χριστουγιενιατικη Λειτουργια..Κοιταχτηκαν βουρκωμενες κι αγκαλιαστηκαν..
-Καλα Χριστουγεννα αδερφουλα..!ψελισε τρυφερα η Βιολετα.
-Καλα Χριστουγεννα καρδια μου..Και αληθινα…!
Χερι με χερι κατεβηκαν στην εκκλησια και μπηκαν να προσκυνησουν..Ο πηγασος ηταν εκει..!Ζωγραφιστος στην εικονα ολοιδιος, να σερνει νεκρο τον τρομερο δρακο..Τι ομορφος και γλυκος ο αγιος καβαλαρης του..!Τα ματια του στραφτοκοπουσαν στο φεγγος του καντηλιου λες κι ελεγαν με την αγγελικη σιωπη τους « Αγαπη σημαινει Χριστος » Και τοτε ναι, αληθεια συμβαινουνε θαυματα..!
Η Γεωργια ενιωσε για πρωτη φορα αληθινα περηφανη για το ονομα της..Και για πρωτη φορα μαζι με την αδερφικη της φιλη προσευχηθηκε.





Το φως της μερας ελουσε τη γιορτινη εκκλησιακι οι δυο φιλες εφυγαν χαρουμενες για το νοσοκομειο..Η γιαγια της Βιολετας ανοιξε αδυναμα την αγκαλια της, και τα γερασμενα χειλη της χαμογελασαν..Δυο τρεις εικονες κι ένα δεντρο στη γωνια, θυμιζαν μεσα στο μουντο νοσοκομειο πως ειχαν ερθει τα Χριστουγεννα..
-Γιαγια ειδες, είναι κι η Γεωργια εδώ..!Ξερεις πως ηρθε..;Καβαλα στ αλογο του Αη Γιωργη..!Και της ειπε τοσα ομορφα πραγματα το αλογο.! Πως τα Χριστουγεννα γενηθηκε ο Χριστος, για να ζησουμε με αγαπη και καλοσυνη, κι όταν φυγει η ψυχη, να παμε στον ουρανο μαζι του..!
-Το ξερω παιδι μου..χαμογελασε η γιαγια..Ειδα κι εγω ένα ονειρο χθες..Ελατε εδώ κοντα μου κι οι δυο να σας πω..Ετσι, κοντα..!Λοιπον, ημουνα λεει εκει, στην αγια φατνη, και το ασπρο αλογο ηταν εκει,σκυμενο στα μαλια του μικρου Χριστου Τον ζεσταινε με τα χνωτα του..Εσκυψα κι εγω πλαι του να δω, και Εκεινος μου χαμογελασε, και μου πε "θα γινεις καλα.."
Τα δυο κοριτσια κοιταχτηκαν συγκινημενα.Η γιαγια τις αγκαλιασε και τις δυο, κι αρχισαν να ψαλλουν υμνους και να κανουν ονειρα για το καλοκαιρι, που θα ρχοταν στο χωριο..Μοιραστηκαν το φτωχικο φαγητο του νοσοκομειου κι η μερα περασε χωρις να το καταλαβουν..
       Ειχε βραδιασει σαν ηρθε επισκεψη ο γιατρος..Την εξετασε εκπληκτος..
-Δεν το περιμενα τοσο γρηγορα..!Εισαι καλα..!Μπορεις να γυρισεις στο σπιτι σου.!ειπε χαρουμενος.
Οι δυο φιλες αγκαλιαστηκαν ευτυχισμενες, κι η γιαγια τους εκλεισε παιχνιδιαρικα  το ματι..
Σαν εφτασαν λοιπον ολοι στο σπιτι τους ξανα, με γελια και τραγουδια, κι η αμαξα εφυγε τροχαδην στο στενο, η Γεωργια θυμηθηκε πως το σκασε κρυφα από τους γονεις της.. Και ειχαν ηδη περασει μολις τα Χριστουγεννα ..!
-Πρεπει να φυγω..ειπε γλυκα. Θα ανησυχουνε στο σπιτι..
Οι τρεις τους αγκαλιαστηκαν, κι υποσχεθηκαν να ανταμωσουνε ξανα το καλοκαιρι..
Μονη στην παγωμενη νυχτα, μα με ολοθερμη από αγαπη την καρδια , η Γεωργια εβγαλε απ την τσεπη της το αστερι..Τ ακουμπησε στη καρδια της που αναριγουσε από χαρα, και με το βλεμμα στον ουρανο σιγοψυθυρισε..
-Χριστουγιενιατικη Ευχη, Αγαπη κι Ονειρα στη γη..
Τ αστερι ελαμψε υπερκοσμια κι ο καλπασμος του αλογου των Χριστουγεννων αντηχησε ευθυς στα πυκνα  συνεφα…




-Το ξερα πως θα με χρειαστεις ξανα..! ειπε χαρουμενο και σταθηκε μπροστα της.
-Ηταν τα πιο ομορφα και τα πιο αληθινα Χριστουγεννα της ζωης μου καλε μου..Ομως πρεπει να γυρισω σπιτι πια…Οι δικοι μου θα χουν τρελαθει απ την αγωνια..!
-Μη φοβασαι γι αυτό, φροντισα..!ειπε το αλογο και της εκλεισε το ματι Ελα, ανεβα στη ραχη μου.!
Η Γεωργια το καβαλησε ευθυς, και του Αη Γιωργη ο πηγασος απογειωθηκε καλπαζοντας επανω απ τις σκεπες..


Στο δρομο του γυρισμου του διηγηθηκε όλα οσα εγιναν τη Νυχτα και τη μερα των Χριστουγενων, για τη γιαγια της Βιολετας και το ονειρο της , και πως δεν ηθελε τιποτα άλλο πια για να καταλαβει τι είναι τα Χριστουγεννα..
-Να ρχεσαι καμια φορα απ το κατωφλι του ουρανου, να μου λες ιστοριες… του πε σιγα σαν εφτασαν μπροστα στο σπιτι και δακρυσμενη τον αγκαλιασε..
Το αλογο χαιδεψε απαλα με το ομορφο του κεφαλι  τους ωμους της..
Ενιωσε τοτε νεραιδα βγαλμενη από παραμυθι..Σα να ηταν ανοιξη ο χειμωνας, και το χιονι, ένα λιβαδι από συνεφα..Αφου Χριστουγεννα αλωστε, σημαινει ανοιξη στην καρδια του χειμωνα..Ανοιξη αιωνια  μες στην ψυχη..



-Τα αστερι που σου δινω για παντα να κρατας..ψυθιρισε μοναχα το αλογο, και δακρυσε συγκινημενο..
-Για παντα ναι..Θα σε κρατησω στην ψυχη μου..σαν.. το αλογακι των Χριστουγεννων μου..!ειπε σιγα η Γεωργια, σαν μυστικη προσευχη, καθως εκεινο εξαφανιζοταν αργα μεσα από το χαδι της..Σαν να εμεινε για παντα εκει, στο κατωφλι..
                              
                                                 *     *      *

Η νυχτα ειχε πεσει πια για τα καλα όταν μπηκε στο σπιτι..Η Λιλα επεσε χαρουμενη στην αγκαλια της.
-Η μαμα κι ο μπαμπας τωρα νανι, ειπε σιγα, μα εγω σε περιμενα..!
Και γελωντας σιγανα με το γεματο απορια βλεμμα της, την πηρε απ το χερι, κι ανεβηκαν αθορυβα στην καμαρα ..Με το Φως ανοιχτο, ο πατερας κι η μητερα τους, ειχαν αποκοιμηθει αγκαλιασμενοι..Στα γονατα τους κλειστο, ηταν ένα βιβλιο..Με μεγαλα καλιτεχνικα γραμματα στο εξωφυλο εγραφε τον τιτλο..
« Η Ζωη Του Χριστου »
Η Γεωργια χαμογελασε..Αθορυβα εσβησε το φως, και πηγαν με τη Λιλα στην καμαρα τους ..
-Ξυπνησα όταν εφυγες με τ αλογακι..Σε ειδα, πετουσατε.!Στην πορτα ηταν το βιβλιο.!Τα ειπα όλα στη μαμα και το μπαμπα..!Μα διαβαζουν ησυχοι, ολη μερα ! Λενε, Λιλα μη φοβασαι, είναι θαυμα.!Εγω  ξερω δε φοβαμαι.!Τωρα που είναι αλογακι.;
Η Γεωργια πηρε αγκαλια τη μικρη αδερφη της, και καθησαν μπροστα στο μεγαλο παραθυρο..
-Βλεπεις εκεινο τ αστερι που πεφτει.; της ειπε γλυκα.
-Το πολύ μεγαλο κεινο.; θαυμασε η Λιλα.




-Ναι αυτό.!Ειναι ο Χριστος μας που γιενιεται στη γη..!Και στις καρδιες μας..
-Και αλογακι..;Τωρα είναι στον ουρανο..;
-Ναι αγαπη μου..Ναι..Στον ουρανο..ειπε σιγα η Γεωργια, κι εσφιξε μεσα στις παλαμες τις το αστερι...

                                                           *

Αραγε θα ξαναρχοτανε ποτε, το αλογακι των Χριστουγεννων στη γη..;Ποιος ξερει….Αν η ψυχη ξεχνουσε καποτε, τα ιερα φορτια, που σαν ατι δοξασμενο κουβαλα, ισως να ρχοτανε να της θυμισει…πως είναι το αλογο που εσυρε νεκρο, τον τρομερο εκεινο δρακο..
Και εζησαν αυτοι καλα κι εμεις..; ποιος ξερει…




     Αμαζόνα